Οὕτω λοιπὸν μετὰ δακρύων ἐξῆλθε τοῦ Μοναστηρίου, καὶ ἔλεγεν· «Ὁ Θεὸς ὁ πλάσας με, φύλαξόν με ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου». Ὅταν δὲ ἀπεμακρύνθη ὀλίγον ἀπὸ τὸ Μοναστήριο, ἐγύρισε καὶ εἶδε τὰ τείχη τῆς Μονῆς του καὶ καθίσας ἔκλαιε. Κλαίων ὥραν πολλὴν ἐγονάτισε καὶ ἔκαμε προσευχὴν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὕστερα ἤρχισε πάλιν καὶ ἐπεριπάτει τὸν δρόμον του διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τοὺς γονεῖς του.
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου, εὑρίσκει ἕνα πτωχὸν Μοναχὸν μὲ παλαιὰ ράσα καὶ τοῦ λέγει· «Χαίροις, ἀδελφὲ καὶ συνοδοιπόρε, θέλεις νὰ περιπατῶμεν μαζὶ οἱ δύο μας;». «Μετὰ χαρᾶς μου θέλω νὰ περιπατῶμεν μαζί», ἀπήντησεν ὁ πτωχὸς Μοναχός. «Βλέπω, τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος, ὅτι τὰ ἐνδύματά σου εἶναι πεπαλαιωμένα καὶ δὲν δύνασαι νὰ περιπατῇς· ἀλλὰ ἔκβαλε τὰ ἐνδύματά σου, δῶσε αὐτὰ εἰς ἐμὲ καὶ βάλε σὺ τὰ ἰδικά μου, διὰ νὰ περιπατῶμεν εὐκολώτερον». Ὁ πτωχὸς ἐκεῖνος λοιπὸν παρευθὺς ἐξεδύθη τὰ παλαιὰ ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα ἐφόρει καὶ τὰ ἔδωσεν εἰς τὸν Ὅσιον, καὶ αὐτὸς ἔβαλε τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ ἐπεριπάτησαν μερικὰς ἡμέρας καὶ ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλον νὰ ἀποχωρισθῇ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ νὰ ὑπάγῃ ἕκαστος εἰς τὸν δρόμον του, εἶπεν ὁ Μοναχὸς εἰς τὸν Ὅσιον· «Λάβε, ἀδελφέ, τὰ ἐνδύματά σου καὶ δός μοι τὰ ἰδικά μου». Τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος· «Ὕπαγε, ἀδελφέ, ἐν εἰρήνῃ καὶ φθάνουν εἰς ἐμὲ αὐτὰ τὰ παλαιά, ὁ δὲ Θεὸς θέλει οἰκονομήσει καὶ δι’ ἐμέ. Μόνον εὔχου εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ ἐλευθερώνῃ πάντα ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου». Εὐχηθέντες ὁ εἷς τὸν ἄλλον ἀπεχωρίσθησαν. Ἐπεριπάτει δὲ πάλιν ὁ Ὅσιος μόνος καὶ ὅταν ἐπλησίασε καὶ εἶδεν ἀπὸ μακρόθεν τὸν οἶκον τῶν γονέων του, ἐγονάτισεν εἰς τὴν γῆν καὶ μετὰ δακρύων ἔλεγεν· «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με μηδὲ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλὰ βοήθησόν μοι καὶ ἐδῶ εἰς τὴν οἰκίαν τῶν γονέων μου, ἵνα κατανικήσω τὸν φθονερὸν καὶ μισόκαλον διάβολον».
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του ἦτο νύκτα σκοτεινοτάτη, καὶ πεσὼν κατὰ μέτωπον εἰς τὴν γῆν καὶ κλαίων ἔλεγεν· «Ἰδοὺ ὅτι ἔφθασες, Ἰωάννη, καὶ εἰς τὸν πατρικόν σου οἶκον». Καὶ προσευχόμενος ἔλεγεν· «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διότι μὲ κατηξίωσας νὰ φθάσω εἰς τὸν πατρικόν μου οἶκον. Διὸ δέομαι, μὴ μὲ ἀφήσῃς, ἀλλὰ ἐνίσχυσόν με μὲ τὴν θείαν χάριν σου διὰ νὰ νικήσω τελείως τὸν ἐχθρόν μου, τὸν πονηρὸν διάβολον, καὶ ἀξίωσόν με νὰ τελειωθῶ εἰς τοῦτον τὸν τόπον».