Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

μητέρα σου νὰ φιλήσῃ τὸ γλυκύτατόν σου πρόσωπον διὰ τελευταίαν φοράν; Τί κακὸν σοῦ ἔκαμα καὶ δὲν ἠθέλησες νὰ μὲ ἀποχαιρετήσῃς; Ἂς ἐγνώριζα ὅτι θὰ ἀναχωροῦσες, ὦ υἱέ μου. Εἰς ποίαν λύπην ἀπαρηγόρητον ἐβύθισες τὴν καρδίαν μου! πῶς νὰ ὑπομείνω τὸν χωρισμόν σου; πῶς νὰ βλέπω τὰ πολύτιμά σου ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα μετὰ μεγάλης χαρᾶς ἔρραπτον διὰ νὰ φορῇς καὶ οὐδόλως ἐγνώριζον ὃτι θὰ ἀναχωροῦσες καὶ θὰ τὰ ἄφηνες εἰς τὴν πονεμένην μητέρα σου, διὰ νὰ βλέπῃ καὶ ἐνθυμουμένη τὸ ἀγαπητόν της τέκνον νὰ χύνῃ ποταμοὺς δακρύων; Δὲν μοῦ ἐζητοῦσες τοὐλάχιστον νὰ σοῦ εἶχα δώσει διπλᾶ ἐνδύματα διὰ νὰ ἔχῃς εἰς τὴν ἐρημίαν καὶ ξενητείαν;». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγον ὁ πατήρ του καὶ ἡ μήτηρ του κλαίοντες καὶ ὀδυρόμενοι διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἠγαπημένου τέκνου των. Τὸ δὲ πλοῖον τὸ μεταφέρον τὸν μακάριον Ἰωάννην μὲ τὸν Ἀββᾶν ἔφθασε μετὰ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν Μονὴν τῶν Ἀκοιμήτων.

Ἐξελθόντες λοιπὸν τοῦ πλοίου ἦλθον εἰς τὴν Μονὴν καὶ πρῶτον ἐπῆγαν εἰς τὸν Ναὸν διὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὰς ἁγίας εἰκόνας. Κατόπιν ἐπῆγαν καὶ ἔβαλον μετάνοιαν εἰς τὸν Ἡγούμενον ἀσπασθέντες τὴν δεξιὰν αὐτοῦ. Τὸ αὐτὸ ἔκαμαν καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς. Διηγήθη δὲ ὁ Ἀββᾶς εἰς τὸν Ἡγούμενον πάντα τὰ περὶ Ἰωάννου, ὅτι εἶναι ἐξ εὐγενῶν γονέων καὶ ἔχει μεγάλον πόθον νὰ λάβη τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα. Ὁ δὲ Ἡγούμενος, ὡς εἶδε τὸν Ἰωάννην τόσον νέον, ἐθαύμασε καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Ὦ παιδίον μου, εἶσαι πολὺ νέος καὶ δὲν θέλεις δυνηθῆ νὰ ὑποφέρῃς τὴν ἄσκησιν καὶ τὸν κόπον τῶν Μοναχῶν· διότι ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ Μοναχός, πρῶτον κάμνει ὡς δόκιμος ἕνα χρόνον διὰ νὰ ἴδωμεν τὴν ἀρετήν του, καὶ μετέπειτα κείρομεν τὴν κόμην τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ». Λέγει δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰωάννης· «Δέσποτά μου ἅγιε καὶ τίμιε πάτερ, πολὺ σὲ παρακαλῶ ἐξ ὅλης μου τῆς καρδίας, σήμερον νὰ μὲ κείρῃς Μοναχόν, διότι ἔχω πολὺν πολὺν πόθον καὶ ἀγάπην νὰ λάβω τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα». Ταῦτα ἔλεγε βιάζων πολὺ τὸν Ἡγούμενον. Ὁ δὲ λέγει πρὸς τὸν νέον· «Τέκνον μου ἀγαπητόν, μεγάλον δρόμον καὶ τραχὺν θέλεις ὁδεύσει καὶ πρόσεχε καλῶς τὸν ἀγῶνα. Στενὴ καὶ τεθλιμμένη εἶναι ἡ ὁδός, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ εἶσαι πολὺ νέος καὶ δὲν θέλεις δυνηθῆ νὰ τὴν περιπατήσῃς». Ὁ δὲ καλὸς Ἰωάννης ἔκαμεν εἰς τὸν Ἡγούμενον φρικτοὺς ὅρκους διὰ νὰ τὸν κάμῃ Μοναχὸν καὶ ἔκλαιε μετὰ δακρύων.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.