Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

τὸν ἐδέχθη λέγων· «Κύριέ μου, γνωρίζω πολὺ καλά, ὅτι ἂν τὸ μάθῃ ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ὅτι θέλω νὰ γίνω Μοναχὸς καὶ ὅτι θέλω νὰ ἔλθω εἰς τὸ Μοναστήριον μαζί σου, ἀπὸ τὰ δάκρυά των θέλουν μὲ ἐμποδίσει καὶ θὰ μοῦ κόψουν τὸν θεάρεστον δρόμον τὸν ὁποῖον ἐξέλεξα. Δι’ αὐτὸ παρακαλῶ σε, Ἀββᾶ, νὰ ἀναχωρήσωμεν μετὰ μεγάλης μυστικότητος διὰ νὰ μὴ τὸ μάθῃ τις. Τότε ὁ Ἀββᾶς, θεωρῶν τὴν τόσην ἀγάπην τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ Ἰωάννης διὰ τὴν ἄσκησιν, τοῦ λέγει· «Ὁ Θεὸς νὰ πληρώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν σου, τέκνον μου, καὶ κάμε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπεφάσισας». Ὁ δὲ μακάριος Ἰωάννης ἐπῆρε τὸν Ἀββᾶν καὶ ἦλθον εἰς τὸν αἰγιαλὸν κρυφίως καὶ εὑρόντες πλοῖον, λέγουν εἰς τὸν πλοίαρχον· «Παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς ναυλώσῃς τὸ πλοῖόν σου, καὶ νὰ μᾶς ὑπάγῃς ἕως τὴν ἁγίαν Μονὴν τῶν Ἀκοιμήτων». Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· «Ἐγὼ δι’ αὐτὸ κάθημαι, διὰ νὰ εὕρω φορτίον νὰ γεμίσω τὸ πλοῖόν μου». Λέγει ὁ Ἰωάννης· «καὶ πόσον ναῦλον παίρνεις;». «Ἑκατὸν φλωρία» ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος· «Ἀνάμεινόν με, ἀδελφέ, καὶ ἐγὼ εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ σοῦ δώσω ἑκατὸν φλωρία διὰ τὸν ναῦλόν σου». Καὶ οὕτως ἔκαμαν συμφωνίαν μὲ τὸν πλοίαρχον.

Τότε ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶπε πρὸς τὸν, Ἀββᾶν· «Καὶ τοῦ πλοίου ὁ ναῦλος εἶναι πολὺς καὶ ὁ πόθος μου νὰ ἀναχωρήσω μὲ ἀναγκάζει. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἡ εὐχή σου νὰ μὲ κυβερνήσῃ καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν πόθον μου». Λέγει ὁ Ἀββᾶς· «Ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μαζί σου, τέκνον». Τότε ὁ Ἰωάννης ἐπῆγεν εἰς τὴν μητέρα του, καὶ λέγει εἰς αὐτήν· «Ὦ ἠγαπημένη μου μῆτερ, γνωρίζω ὅτι ποτὲ δὲν παρήκουσες τὸ θέλημά μου διὰ τὸν πολὺν πόθον, τὸν ὁποῖον ἔχεις εἰς ἐμέ, καὶ πᾶν ζήτημα τὸ ὁποῖον σοῦ ἐζήτησα τὸ ἔκαμες. Ἀκόμη ἓν ζήτημα παρακαλῶ νὰ μοῦ κάμῃς». Ἀπεκρίθη ἡ μήτηρ του καὶ εἶπεν· «Ὦ περιπόθητέ μου υἱὲ καὶ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, μετὰ πάσης χαρᾶς ζήτησον ὅ,τι θέλεις καὶ ἐγὼ νὰ κάμω τὸν λόγον σου». Τότε ὁ καλὸς Ἰωάννης εἶπε· «Μῆτέρ μου, γνωρίζεις ὅτι εἰς τὸ σχολεῖον πολλάκις μὲ ἐφίλευσαν τὰ παιδία καὶ ἔκαμαν μεγάλα ἔξοδα καὶ πολλὰ εἴδη φαγητῶν. Ἐγὼ ποτέ μου δὲν κατηξιώθην νὰ τοὺς κάμω τὴν ἀνταμοιβήν, καὶ τώρα ἀπὸ τὴν ἐντροπήν μου δὲν δύναμαι νὰ ὑπάγω εἰς τὸ σχολεῖον». Ἡ δὲ μήτηρ του τοῦ εἶπε· «Διὰ τοῦτο συλλογίζεσαι καὶ πικραίνεσαι, υἱέ μου; Ἐγὼ σήμερον νὰ εἴπω τοῦ πατρός σου, ὅταν ἔλθῃ ἀπὸ τὸν βασιλέα, νὰ σοῦ δώσῃ ὅσα θέλεις νὰ τοὺς φιλεύσῃς καὶ μὴ πικραίνεσαι».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.