Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

Ταῦτα σκεπτόμενος ὁ καλὸς Ἰωάννης εἶπε καθ’ ἑαυτόν: «Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἂς ὑπάγω εἰς τοὺς γονεῖς μου νὰ ζητήσω εὐλογίαν τινὰ παρ’ αὐτῶν. Θὰ ζητήσω νὰ ἔχω ἀπὸ τὰς χεῖράς των ἓνα Εὐαγγέλιον διὰ νὰ δυνηθῶ νὰ μάθω τὰς παραδόσεις τοῦ Χριστοῦ μου καὶ νὰ τελειώσω τὰ θελήματα αὐτοῦ». Οὕτω σκεπτόμενος ἐπῆγεν εἰς τοὺς γονεῖς του καὶ εὗρε πρόφασιν λέγων πρὸς τὴν μητέρα του· «Μῆτερ, δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ σχολεῖον, διότι ὅλοι οἱ συμμαθηταί μου ἔχουν Εὐαγγέλιον καὶ κάθηνται καὶ τὸ ἀναγινώσκουν, ἐγὼ δὲ κάθημαι μόνος μου καταφρονημένος, διότι δὲν ἔχω Εὐαγγέλιον. Δι’ αὐτὸ πολὺ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάμετε καὶ ἐμένα ἓνα Εὐαγγέλιον, νὰ τὸ κρατῶ καὶ ἐγὼ εἰς τὰς χεῖράς μου νὰ τὸ ἀναγινώσκω. Τοῦτο ἀκούουσα ἡ μήτηρ του ἐχάρη μεγάλως, διότι ὁ υἱός της ἠγάπα τοσοῦτον τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα καὶ εἶπε· «Μετὰ πάσης χαρᾶς, υἱέ μου, ὅταν ἔλθῃ ὁ πατήρ σου, νὰ τοῦ εἴπω νὰ σοῦ κάμῃ ἕνα Εὐαγγέλιον, καθὼς τὸ θέλεις». Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ πατήρ του, εἶπεν εἰς αὐτὸν τοὺς λόγους τοῦ υἱοῦ των Ἰωάννου ὡς ἑξῆς: «Παρακαλῶ σε, κύριέ μου, κάμε τοῦ υἱοῦ μας ἓνα Εὐαγγέλιον καὶ δῶσε αὐτὸ τοῦ χρυσοχόου νὰ τὸ χρυσώσῃ καὶ νὰ τὸ στολίσῃ καλῶς ἀπὸ ἔξωθεν, καὶ νὰ τὸ δώσωμεν εἰς τὸν υἱόν μας νὰ τὸ μελετᾷ διὰ νὰ πέσῃ ὁ νοῦς του καὶ ὁ πόθος του εἰς αὐτό, καὶ νὰ μανθάνῃ καλῶς τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα». Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἀμέσως ἐκάλεσε γραφέα ἐπιτήδειον, ὅστις ἔγραψε τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον μετὰ πάσης ἐπιμελείας, ἔδωκε δὲ καὶ πεντακόσια χρυσᾶ φλωρία ὡς καὶ λίθους πολυτίμους καὶ μαργαρίτας τοῦ χρυσοχόου νὰ τὸ κατασκευάσῃ. Ὅταν τὸ ἐτελείωσεν, ἐκάλεσε τὸν υἱόν του Ἰωάννην καὶ τοῦ λέγει· «Λάβε, υἱέ μου ἠγαπημένε, τὸ Ἱερὸν τοῦτο Εὐαγγέλιον καὶ νὰ γνωρίζῃς ὃτι διὰ τὴν ἀγάπην σου ἔδωσα πεντακόσια χρυσᾶ φλωρία καὶ πολυτίμους λίθους καὶ μαργαρίτας καὶ τὸ ἐστόλισαν».

Ἰδὼν ὁ θεῖος Ἰωάννης τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον κατὰ τὸν πόθον του, ἠσπάσθη τὰς χεῖρας τοῦ πατρός του καὶ τῆς μητρός του. Ὡς δὲ ἔλαβεν αὐτὸ ἐχάρη πολὺ καὶ κατεφίλει αὐτό. Τὸ ἔφερε δὲ πάντοτε μεθ’ ἑαυτοῦ ἀναγινώσκων τοῦτο μετὰ μεγάλου πόθου, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστῶν τοὺς γονεῖς του, διότι ἐξεπλήρωσαν τὸν πόθον του, ἀνέμενε δὲ νὰ ἐπιστρέψῃ ὁ Ἀββᾶς ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἀναχωρήσουν. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ὁ Ἀββᾶς καὶ τὸν εἶδεν ὁ Ἰωάννης, ἐχάρη καὶ ἠγαλλιάσατο ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Συναντηθεὶς δὲ μετ’ αὐτοῦ τὸν ἠσπάσθη μετὰ πολλῆς εὐφροσύνης καὶ


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.