ἔκαμαν ἅρμενα καὶ ἀνεχώρησαν. Ἐπιστρέψας ὁ ὑπηρέτης ἐκ τοῦ σχολείου διὰ νὰ πληροφορήσῃ τὸν αὐθέντην του, δὲν εὗρεν αὐτὸν εἰς τὸν αἰγιαλὸν ὡς τοῦ εἶχεν εἴπει. Νομίσας δὲ ὅτι θὰ ἔφυγε διὰ τὸ σχολεῖον ἀπὸ ἄλλον δρόμον, ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὸ σχολεῖον ἀναζητῶν αὐτόν. Μὴ εὑρὼν αὐτὸν εἰς τὸ σχολεῖον ἐπέστρεψε καὶ πάλιν εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ οὕτω ἐπέρασεν ὅλην τὴν ἡμέραν ἀναζητῶν αὐτόν. Ἀφοῦ λοιπὸν ἕως τὴν ἑσπέραν δὲν τὸν ἀνεῦρεν, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν του διὰ νὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὴν μητέρα τοῦ Ὁσίου ὅσα τοῦ συνέβησαν.
Ἡ μήτηρ του, ὡς ἤκουσε διὰ τὸν υἱόν της ταῦτα, ἐταράχθη φοβηθεῖσα μήπως ἔπαθε κακόν τι καὶ ἀμέσως ἀπέστειλε καὶ ἄλλους πολλοὺς ὑπηρέτας διὰ νὰ ἀναζητήσουν καὶ νὰ ἀνεύρουν τὸν υἱόν της. Ἐκεῖνοι ἀναζητήσαντες αὐτὸν εἰς ὁλόκληρον τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ἐπέστρεψαν τὴν ἑσπέραν λέγοντες· «Περιήλθομεν ὅλην τὴν πόλιν ἐρευνῶντες εἰς αὐτήν, ἀλλὰ δὲν εὑρήκαμεν αὐτόν». Τότε ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἤρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ θρηνῇ λέγων· «Ὦ τέκνον μου ἠγαπημένον καὶ γλυκύτατον, ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ παρηγορία τοῦ γήρατός μου! Τί νὰ τὴν κάμω ἐγὼ πλέον τὴν ζωὴν χωρὶς σέ; Διατί μοῦ ἀπέκρυψας τὴν ἀναχώρησίν σου καὶ δὲν μοῦ εἶπες ποῦ θὰ εὑρίσκεσαι διὰ νὰ ἐρωτῶ καὶ νὰ μαθάνω ἔστω καὶ ἀπὸ μακρόθεν διὰ σέ; Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ! Μὲ ἐπότισες μὲ δηλητήριον, διὰ τοῦτο καὶ δὲν θέλει γλυκανθῆ ποτὲ ἡ καρδία μου! Μὲ ἐβύθισες μέσα εἰς μίαν ἀπέραντον λύπην, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν θέλουν λείψει, ἐν ὅσῳ εὑρίσκομαι εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ σὲ ἐνθυμοῦμαι, τὰ δάκρυά μου ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου. Αὐτὸ ἦτο τὸ φίλευμα τὸ ὁποῖον θὰ ἔκαμνες εἰς τοὺς συμμαθητάς σου; Δὲν μοῦ ἔλεγες τοὐλάχιστον νὰ σοῦ δώσω χρήματα ἀρκετὰ διὰ νὰ ἔχῃς μαζί σου; τὶ θὰ σοῦ κάμουν ἑκατὸν μόνον νομίσματα; ποῦ νὰ εὑρίσκεσαι τώρα διὰ νὰ ἔρχωμαι νὰ σὲ βλέπω καὶ νὰ παρηγοροῦμαι;». Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια λέγων ὁ πατήρ του ἔκλαιεν ἀπαρηγόρητα.
Ἡ δὲ μήτηρ του, ὡς εἶδεν ὅτι ἐξέλιπον πλέον αἱ ἐλπίδες διὰ νὰ εὑρεθῇ ὁ υἱός της, ἔκλαιε καὶ αὐτὴ ἀπαρηγόρητα λέγουσα· «Ὦ ἠγαπημένον μου τέκνον Ἰωάννη, διατί ἐμίσησες τὴν ἀγαπημένην σου μητέρα; διατί ἀπηρνήθης τὴν σπλαγχνικήν σου μητέρα, ποὺ τόσον σὲ ἀγαπᾷ; Ἐφ’ ὅσον ποτὲ δὲν ἤνοιξα τὸ στόμα μου διὰ νὰ εἴπω λόγον διὰ σὲ καὶ νὰ σὲ λυπήσω, διατὶ σὺ ἔφυγες καὶ οὐδὲ κἂν μὲ ἀπεχαιρέτησες ὡς νὰ ἤμουν ἐχθρός σου θανάσιμος; Διατί δὲν ἠθέλησες νὰ ἀφήσῃς τὴν πονεμένην