Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ὁ πατήρ του, ἐκάθισεν ἡ μήτηρ του καὶ διηγήθη εἰς αὐτὸν ὅσα τῆς εἶπεν ὁ περιπόθητος υἱός των Ἰωάννης. Ὁ δὲ πατήρ του εἶπεν· «Νὰ τοῦ δώσωμεν ἑκατὸν φλωρία καὶ ἕνα ὑπηρέτην μαζί του νὰ τὸν ὑπηρετῇ καὶ νὰ τὸν φυλάττῃ νὰ μὴ τὰ χάσῃ εἰς τὸν δρόμον». Ἡ σκέψις αὓτη ἤρεσε καὶ τῶν δύο, καὶ οὕτω τοῦ ἔδωσαν ἑκατὸν νομίσματα καὶ ἕνα ὑπηρέτην συνοδόν. Λοιπὸν ὅταν ἔλαβεν ὁ Ἅγιος τὰ φλωρία ἐχάρη πολὺ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεόν, καὶ εὐθὺς ἦλθε πρὸς τὸν Ἀββᾶν καὶ τοῦ εἶπε τὴν ὑπόθεσιν. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε καὶ τὸν ὑπηρέτην, τὸν ὁποῖον τοῦ ἔδωσαν μαζί του, εἶπε πρὸς τὸν Ἀββᾶν· «Κύριέ μου, αὐτὸς ὁ ὑπηρέτης ἂς καθίσῃ ἐδῶ μὲ σὲ ὀλίγον καὶ ἐγὼ νὰ ὑπάγω εἰς τοὺς συμμαθητάς μου καὶ ἀμέσως ἐπιστρέφω, διότι πρέπει νὰ τοὺς εἴπω ὅτι θέλω νὰ τοὺς δεξιωθῶ καὶ νὰ γνωρίζουν περὶ τούτου». Ὁ δὲ Ἅγιος εὐθὺς ἐπῆγεν εἰς τὸν πλοίαρχον καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἀδελφέ, κατὰ τὴν συμφωνίαν, τὴν ὁποίαν ἔχομεν, ἰδοὺ ὅτι ἦλθα καὶ λάβε τὰ ἑκατὸν νομίσματα, καὶ πάρε ταῦτα μόνον ἀπὸ ἐμένα καὶ ἀπ’ ἐκεῖνον τὸν Μοναχὸν μὴ ζητήσῃς. Μόνον παρακαλῶ, ὅταν ἴδῃς, ὅτι εἶναι καιρὸς ἐπιτήδειος, νὰ μὴ ἀμελήσῃς, ἀλλὰ νὰ ἔχῃς κατὰ νοῦν νὰ ἔλθῃς εἰς τὸν δεῖνα τόπον νὰ μοῦ κάμῃς νεῦμα κρυφίως καὶ ἡμεῖς θέλομεν ἔλθει καὶ παρακαλῶ σε, ἀδελφέ, διὰ τὸν Θεόν, νὰ τὸ ἔχῃς μυστικόν, νὰ μὴ τὸ εἴπῃς εἰς κανένα». Τότε ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔλαβε τὰ ἑκατὸν νομίσματα, εἶπεν· «Ὕπαγε εἰς τὸ καλόν, αὐθέντα μου, καὶ θὰ κάμω ὅπως μοῦ εἴπατε, διὰ νὰ σᾶς πάρω κρυφίως μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ». Ἐλθὼν λοιπὸν ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Ἀββᾶν διηγήθη εἰς αὐτὸν τὴν μετὰ τοῦ πλοιάρχου συμφωνίαν, κρυφίως πάντοτε ἀπὸ τὸν ὑπηρέτην.

Τὴν ἑπομένην ἡμέραν λέγει ὁ μακάριος Ἰωάννης· «Ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ ἀγοράσωμεν ψάρια». Ἀφοῦ ἦλθον εἰς τὸν αἰγιαλόν, Θεοῦ εὐδοκίᾳ ἔγινε καιρὸς εὐνοϊκὸς καὶ καλὸς ἄνεμος. Ὁ πλοίαρχος ἵστατο ἐπὶ τοῦ πλοίου παρατηρῶν μήπως ἴδῃ αὐτούς. Ἰδὼν δὲ αὐτοὺς μακρόθεν τοὺς ἔκαμε νεῦμα διὰ νὰ ὑπάγουν ἐκεῖ. Αὐτοί, ὡς εἶδον τὸν καιρὸν εὐνοϊκὸν καὶ τὸν πλοίαρχον νὰ τοὺς ἀναμένῃ διὰ νὰ ἀναχωρήσουν, ἐσκέπτοντο πῶς νὰ παραπλανήσωσι τὸν ὑπηρέτην καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν διὰ νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον νὰ ἀναχωρήσουν. Τότε λέγει ὁ Ἅγιος πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε, σὲ παρακαλῶ, εἰς τὸ σχολεῖον διὰ νὰ ἴδῃς τὶ κάμνουν οἱ συμμαθηταί μου καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς πάλιν νὰ μᾶς εὕρῃς ἐδῶ». Ὁ ὑπηρέτης ἀνεχώρησεν ἀμέσως διὰ τὸ σχολεῖον διὰ νὰ ἐξετάσῃ, ὡς τοῦ εἶπον. Αὐτοὶ ἀμέσως ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον,


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.