Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

δούλους, ἐγείρατε αὐτὸν καὶ φέρετε ἐδῶ». Ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὸν καὶ ἓν σινδόνιον νὰ σκεπάσουν τὸ σῶμά του διὰ νὰ μὴ τὸν βλέπῃ. Ἐπῆγαν λοιπὸν οἱ δοῦλοι καὶ τὸν ἔφεραν ἔμπροσθέν της, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ περιπόθητος υἱός της Ἰωάννης, διὰ τὸν ὁποῖον νυχθημερὸν ἔκλαιεν. Ὁ δὲ Ὃσιος εἶπε πρὸς αὐτήν· «Σήμερον ἐπληρώθη ὁ Εὐαγγελικὸς λόγος ὁ λέγων· «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Λοιπὸν τὴν δεξίωσιν καὶ τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν ὁποίαν ἐκάμετε εἰς ἐμὲ τὸν πτωχὸν καὶ ξένον καὶ ἐλεεινόν, εἰς τὸν Χριστὸν τὴν ἐκάματε, καὶ αὐτὸς θέλει πληρώσει τὸν μισθόν σας. Ἀλλ’ ὅμως τώρα, παρακαλῶ σε, νὰ μοὶ κάμῃς καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον θέλω σοῦ εἴπει, πλὴν πρῶτον νὰ μὲ βεβαιώσῃς μεθ’ ὅρκου ὅτι δὲν θὰ παραβῇς τὸν λόγον μου καὶ τότε θὰ σοῦ τὸ εἴπω».

Ἡ δὲ μήτηρ του ἔκαμεν ὅρκον πρὸς αὐτόν, ὅ,τι καὶ ἐὰν τῆς εἴπῃ νὰ μὴ παρακούσῃ. Τότε εἶπεν ὁ Ὅσιος· «Πρόσεχε, κυρία μου, ἵνα, ὅταν ἀποθάνω, νὰ μὴ μοῦ ἐκβάλῃς αὐτὰ τὰ φορέματα ὅπου φορῶ, οὔτε ἄλλο ἱμάτιον νὰ μοῦ βάλῃς, οὔτε εἰς ἄλλον τόπον νὰ μὲ θάψῃς, ἀλλὰ εἰς τὴν καλύβην αὐτήν, ἵνα ἐκεῖ ὅπου εὑρισκόμην ζῶν, νὰ εὑρίσκωμαι καὶ μετὰ θάνατον, διότι εἰς αὐτὴν τὴν καλύβην ἐνίκησα τὸν πονηρὸν διάβολον». Λέγων δὲ ταῦτα τὰ λόγια τῆς εἶπε· «Ἂν καὶ πτωχὸς εἶμαι, πλὴν ὅμως ἔχω ἕνα τίμιον καὶ πολυτελὲς δῶρον νὰ σοῦ χαρίσω διὰ τὴν καλωσύνην τὴν ὁποίαν μοῦ ἐκάματε». Τότε βγάζει ἀπὸ τὸν κόλπον του τὸ θεῖον καὶ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ τῆς τὸ δίδει λέγων· «Δέξου τοῦτο τὸ μέγα χάρισμα καὶ εἴθε νὰ γίνῃ τοῦτο ἀγάπη καθαρὰ καὶ στερεά, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις πνευματική, σοῦ καὶ τοῦ ἀνδρός σου». Ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ὁ μὲν Ὅσιος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν καλύβην του, ἡ δὲ μήτηρ του, λαβοῦσα τὸ Εὐαγγέλιον καὶ βλέπουσα αὐτὸ ἄνω καὶ κάτω, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ὅτι ἦτο παρόμοιον τοῦ Εὐαγγελίου τὸ ὁποῖον ἔκαμε τοῦ υἱοῦ της Ἰωάννου, παρευθὺς ἐτρώθη ἡ καρδία της καὶ σπεύσασα τὸ δεικνύει τοῦ ἀνδρός της, λέγουσα εἰς αὐτόν· «Κύριέ μου, δὲν εἶναι τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον τὸ ὁποῖον ἐδώσαμεν τοῦ υἱοῦ μας Ἰωάννου;». Ὁ δὲ Εὐτρόπιος εἶπε· «Ναί, κυρία μου, τῇ ἀληθείᾳ ἐκείνου ὁμοιάζει». Ἔστειλεν ὅθεν ἀμέσως καὶ ἔφερε τὸν γραφέα καὶ τὸν χρυσοχόον καὶ ἔδειξε τοῦτο εἰς αὐτούς. Αὐτοὶ δὲ ἐβεβαίωσαν ὅτι πραγματικῶς αὐτὸ εἶναι. Ὡς τὸ ἤκουσεν ἡ μήτηρ τοῦ Ὁσίου ἤρχισε νὰ κλαίῃ, ὁ δὲ Εὐτρόπιος εἶπε πρὸς αὐτήν· «Ἂς ὑπάγωμεν, κυρία μου, νὰ τὸν βάλωμεν εἰς ὅρκον νὰ μᾶς εἴπῃ ποῦ τὸ εὗρε, καὶ ἴσως αὐτὸς γνωρίζει ποῦ εἶναι ὁ υἱός μας».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.