Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

Τότε ἦλθον εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγουν· «Ἀδελφὲ καὶ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, σὲ ὁρκίζομεν εἰς τὸν Τρισυπόστατον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μὴ μᾶς κρύψῃς τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ νὰ μᾶς ὁμολογήσῃς ποῦ εὗρες αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιον, διότι αὐτὸ τὸ ἐδώσαμεν ἑνὸς υἱοῦ μας ὀνόματι Ἰωάννου, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἴδαμεν οὔτε ἠκούσαμέν τι περὶ ἐκείνου. Ἐπειδὴ δὲ τὸ Εὐαγγέλιον εὑρέθη εἰς τὰς χεῖράς σου, θὰ γνωρίζῃς διὰ τὸν υἱόν μας τὸν περιπόθητον Ἰωάννην». Καὶ λέγοντες ταῦτοι ἔκλαιον. Ὅτε δὲ ὁ Ἰωάννης εἶδε τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του κλαίοντας καὶ γνωρίζων ὅτι ἦτο ἡ τελευταία του ὥρα, δὲν ἠδυνήθη πλέον νὰ ὑπομένῃ καὶ μετὰ βίας δυνηθεὶς νὰ λαλήσῃ ἀπὸ τοὺς θρήνους, εἶπεν ἐνώπιον πάντων μετὰ δακρύων· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ υἱός σας Ἰωάννης καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐζήτησα καὶ μοῦ ἐκάματε καὶ ἐπόθησα αὐτὸ καὶ ἐβάστασα τὸν ζυγὸν αὐτοῦ». Διηγήθη δὲ τότε πάντα καταλεπτῶς περὶ τῶν ἑκατὸν φλωρίων, τὰ ὁποῖα τοὺς ἐζήτησε διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς συμμαθητάς του, καὶ περὶ τοῦ ὑπηρέτου, τὸν ὁποῖον τοῦ ἔδωσαν νὰ τὸν φυλάττῃ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὅσα συνέβησαν. Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ γεννήτορες εἶδον ἀκριβῶς αὐτοῦ τοὺς χαρακτῆρας τῆς ὄψεως καὶ γνωρίσαντες ἀπὸ τὰ σημεῖα, ἀπὸ τὴν φωνὴν καὶ ἄλλα παρόμοια, ὅτι αὐτὸς ἦτο κατὰ ἀλήθειαν, ἔμειναν ἄφωνοι ὥραν ἀρκετήν, ὥσπερ νὰ ἔβλεπον ἔκστασιν. Ἀφοῦ δὲ συνῆλθον δὲν ἐγνώριζον τί νὰ πράξουν πρότερον: Νὰ εὐφρανθοῦν διὰ τὴν εὕρεσιν τοῦ υἱοῦ των ἢ νὰ θρηνήσουν αὐτοῦ τὸν θάνατον.

Ἐναγκαλισθέντες τότε αὐτὸν ἔκλαιον καὶ ὠδύροντο σφοδρῶς λέγοντες. «Ὦ περιπόθητον τέκνον καὶ πολυώδυνον! ὢ λύπη εἰς τὴν ὁποίαν ἐβύθισας σήμερον τὴν ψυχήν μας! ὢ πόσον περισσότερον ἐπλήγωσες τὴν καρδίαν μας τώρα, ὅτε σὲ εὕρομεν, παρὰ ὅτε μᾶς ἔφυγες πρότερον! Ὅτι τότε μᾶς ἔδιδε θάρρος κάποια ἐλπὶς τῆς ἐπανόδου σου, ἥτις ἐγλύκαινε τῆς λύπης τὴν πικρίαν καὶ τὴν σφοδρότητα. Ἀλλὰ τώρα μᾶς ἐπῆρες καὶ αὐτὴν τὴν τῶν ἐλπίδων παραμυθίαν καὶ ἔστρεψας εἰς θλῖψιν τὴν ὀλίγην παρηγορίαν μας. Κάλλιον νὰ ἤθελες τελευτήσει μὲ σιωπήν, καθὼς δὲν μᾶς τὸ ὡμολόγησες ζῶντός σου, ὅτι τότε δὲν ἔκαμνες τὴν πληγὴν πλατυτέραν καὶ τὸ πάθος δριμύτερον. Ὦ εὕρεσις δυσχερεστέρα τῆς ἀπωλείας! Ὦ ὄψις ποθουμένη, ἡ ὁποία ἐλύπησας τόσον τοὺς σὲ ποθήσαντας! Ἔπρεπε νὰ φανερωθῇς, ὅταν ἦλθες, τότε ὅτε εἴχομεν καιρὸν νὰ χαρῶμεν καὶ νὰ εὐφρανθῶμεν τὴν σὴν ἐπάνοδον, παρὰ νὰ τελευτήσῃς οὕτω κρυφίως καὶ νὰ μὴ σὲ γνωρίσωμεν. Ἀλλὰ τώρα ἀγνοοῦμεν, τὶ νὰ


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.