Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Καλυβίτου.

Μίαν ἡμέραν, θέλουσα ἡ μήτηρ του νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔτυχεν ὁ Ὅσιος καὶ ἐκάθητο ἔξω τῆς καλύβης καὶ ὡς τον εἶδεν ἐτρόμαξε καὶ εἶπεν εἰς τοὺς δούλους της· «Εἴπατε εἰς αὐτὸν νὰ ἔμβῃ μέσα, διότι δὲν δύναμαι νὰ βλέπω τὴν ἀγριότητα τοῦ προσώπου του». Καὶ εὐθὺς ἐλθόντες οἱ δοῦλοι τοῦ εἶπον· «Ἄνθρωπε, διὰ τοῦτο σοῦ ἔκαμε τὴν καλύβην ὁ οἰκοδεσπότης, διὰ νὰ μὴ κρυώνῃς οὔτε νὰ σὲ καίῃ ὁ ἥλιος. Πέρασε λοιπὸν μέσα καὶ κάθισε, διότι ἡ κυρία μας θέλει νὰ περάσῃ καὶ φοβεῖται τὴν ἀγριότητα τοῦ προσώπου σου». Ὁ δὲ Ὅσιος ἐμβῆκεν ἀμέσως εἰς τὴν καλύβην καὶ ἐδάκρυσε λέγων· «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, ὅτι καὶ ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία μὲ ἐγέννησε, μὲ ἐσιχάθη. Δός μοι ὑπομονὴν ἕως τέλους νὰ μένω ἀγνώριστος ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου». Ἔκτοτε πλέον δὲν ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν καλύβην παρὰ μόνον ὅταν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ ἐπρόσταξε νὰ τοῦ δίδουν καθ’ ἡμέραν φαγητὰ καὶ ποτὰ ἀπὸ τὴν τράπεζάν του. Ἔφερον λοιπὸν εἰς αὐτὸν πολλὰ εἴδη φαγητῶν καὶ ποτῶν, πλὴν ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν τὰ ἔτρωγεν, ἀλλὰ τὰ ἔδιδεν εἰς τοὺς δούλους καὶ εἰς τοὺς πτωχούς· ἔτρωγε μόνον ὀλίγον ἄρτον καὶ ὕδωρ, ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τόσον δὲ ἐταλαιπωρήθη τὸ σῶμα τοῦ Ὁσίου, ὥστε ἐφαίνοντο ὅλα του τὰ κόκκαλα καὶ οἱ ἁρμοὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Ἔκαμεν ἐκεῖ εἰς τὴν θύραν τῶν γονέων του τρία ὁλόκληρα ἔτη καὶ πολλάκις τὸν ἐσκανδάλιζεν ὁ διάβολος καὶ τὸν ἠνάγκαζε, νὰ φανερωθῇ εἰς τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του, καὶ πάλιν ἔλεγεν· «Οὐχί, διάβολε, δὲν μὲ πλανᾷς, διότι ἔχω τὸν Χριστὸν βοηθόν».

Ἰδὼν λοιπὸν ὁ ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ Ἁγίων Θεὸς τὸν πολὺν ἀγῶνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τοῦ Ὁσίου, διότι ἔγινε σχεδὸν ἡμιθανὴς καὶ ὑπερέβη εἰς τὴν ἄσκησιν πάντας, καὶ πῶς ἐτελείωσε τὸν καλὸν ἀγῶνα, μετὰ τρία ἔτη ἐφάνη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὸν ὕπνον του καὶ τοῦ λέγει· «Χαίροις, Ἰωάννη, ὅτι ἄφησες πάντα τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα τοῦ κόσμου τούτου καὶ μὲ ἠκολούθησες. Ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς τῆς τελειώσεώς σου. Φθάνουν αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ προσευχαί. Φθάνουν αἱ ὁλονύκτιοι στάσεις σου μὲ τὰ συνεχῆ δάκρυα. Φθάνει ἡ ὑπομονή σου ἡ πληγώσασα τὸν διάβολον καὶ διαλύσασα τὰς παγίδας αὐτοῦ. Χαῖρε λοιπὸν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ εὐφραίνου, διότι ἐτελείωσες τὸν ἀγῶνά σου. Χαῖρε ὅτι ἐνίκησες καὶ κατεπάτησες τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος. Ὄντως μακάριος θέλεις εἶσαι καὶ θέλει μένει ὁ βίος σου παράδειγμα εἰς τοὺς αἰῶνας. Γνώριζε δὲ ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἔρχεσαι πρὸς ἐμὲ νὰ χαίρῃς αἰωνίως μετὰ τῶν Ἀγγέλων καὶ πάντων τῶν Ἁγίων».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Μονὴ τὸν Ἀκοιμήτων ἐκτίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Πόντον. Ἀκολούθως δὲ μετεφέρθη ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Βοσπόρου, ἔναντι τοῦ βορείως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κειμένου Σωσθενίου, περιοχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Ἡ νέα Μονὴ ᾠκοδομήθη περὶ τὰ μέσα τοῦ Ε’ αἰῶνος ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἰωάννου καὶ Ὁσίου Μαρκέλλου, τοῦ ἑορταζομένου τὴν κθ’ (29ην) Δεκεμβρίου (βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’). Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Μαρκέλλου ἡ Μονὴ ἔφθασε ταχέως εἰς ὑψίστην ἀκμήν. Ἐκαλεῖτο δὲ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, διότι κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ ἀρχικοῦ κτίτορος οὐδέποτε κατέπαυεν ἐν αὐτῇ ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχανομένου τούτου διὰ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν χορῶν καθ’ ὅλον τὸ εἰκοσιτετράωρον. Ἡ ὑμνολογία δὲν διεκόπτετο οὔτε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν χορῶν.