Τότε ἡ φιλόθεος μήτηρ, διὰ νὰ μὴ φανῇ πρὸς τοιαύτην εὐεργεσίαν ἀχάριστος, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου μὲ τὸ παιδίον, ἵνα κάμῃ τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν· τὸ δὲ παιδίον, εὐθὺς ὡς εἶδε τὸν Ἅγιον, ἐφώναζε πρὸς τὴν μητέρα του λέγον· «Αὐτὸς εἶναι ὅστις μὲ ἐκράτει καὶ δὲν ἐπνίγην». Τότε ἡ γυνὴ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου καταφιλοῦσα τούτους μὲ θερμότατα δάκρυα καὶ εὐχαριστοῦσα τὸν Ἅγιον, τὸν ὁποῖον ὠνόμαζε σωτῆρα τῆς ζωῆς της, καὶ τῆς χαρᾶς αὐτῆς αἴτιον, ὅτι ἐὰν δὲν ἀνεσύρετο ζωντανὸν τὸ παιδίον, θὰ ἀπέθνησκε καὶ ἐκείνη ἀπὸ τὴν λύπην παράκαιρα, καὶ διηγεῖτο εἰς ὅλους τὸ θαῦμα, καθὼς τὸ ἐγράψαμεν.
Ἄλλη τις γυνὴ ἦτο κακοτόκος, ἤτοι δὲν ἐγέννα τὰ τέκνα, ἀλλὰ ἀπέθνῃσκον εἰς τὴν κοιλίαν της καὶ ἐκινδύνευε καὶ αὐτὴ νὰ ἀποθάνῃ. Τοῦτο ἔπαθε πολλάκις καὶ τῆς ἔδιδον ποτὰ καὶ ἐξήρχετο τὸ βρέφος νεκρὸν ἀπὸ τὴν κοιλίαν της. Ἀκούσασα δέ ποτε τὰς θαυματουργίας τοῦ Ὁσίου ἔδραμε πρὸς αὐτὸν δεομένη μὲ θερμότατα δάκρυα, νὰ τὴν βοηθήσῃ νὰ εὕρῃ θεραπείαν εἰς τὴν τοιαύτην δεινὴν ἀσθένειαν, καὶ λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον· «Πρόσταξόν με νὰ δώσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸ τέκνον ποὺ θὰ πρωτογεννήσω, καὶ τοῦτο μόνον ἐλπίζω νὰ εἶναι ἡ ἰατρεία μου». Ὁ δὲ Ἅγιος ἔστερξε καὶ λαβοῦσα τὴν εὐλογίαν του ἀνεχώρησε. Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ καιρός της ἐγέννησεν ἀνεμπόδιστα καὶ ὠνόμασε τὸ παιδίον Θεοδόσιον, ἀφοῦ δὲ τὸ ἀπεγαλάκτισε, τὸ ἔφερεν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸ ἀφῆκεν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἵνα καθὼς ἦτο ὁ συνώνυμός του τῆς ζωῆς αὐτοῦ αἴτιος, οὓτω νὰ τὸ διδάξῃ καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσῃ πρὸς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ὁμοίως καὶ ἄλλη γυνὴ ἦτο κακόγεννος ὡς ἡ ἄνωθεν, καὶ ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχήν του τὴν ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὸν κίνδυνον, καὶ ἐγέννα ἀνεμπόδιστα, καὶ τὸ πρῶτον της τέκνον ὠνόμασε καὶ αὐτὴ κατὰ μίμησιν τῆς ἄνωθεν Θεοδόσιον, καὶ τὸ ἀφιέρωσεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖον ἔγινε μετὰ χρόνους οἰκονόμος ἄριστος τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου. Παράδοξα τὰ λεγόμενα, παραδοξότερα ὅμως τὰ παραλειπόμενα.
Εἰς μίαν ἐποχὴν ἔπεσε πολλὴ ἀκρίδα καὶ βροῦχος εἰς τὰ χωράφια καὶ κατέστρεφον τὰ γεννήματα καὶ τὰ χόρτα, ὁ δὲ Ἅγιος ἦτο γέρων καὶ μὴ δυνάμενος νὰ περιπατῇ ἐστηρίζετο εἰς τοὺς ὤμους δύο Ἱερομονάχων καὶ ἐπεριπάτει μὲ πολὺ δυσκολίαν διὰ νὰ εὐσπλαγχνισθῇ ὁ Θεὸς τὸν κόπον του, καὶ νὰ ἐπακούσῃ τῆς δεήσεώς του. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐγίνετο τὸ κακόν, ἔκαμε πρότερον δέησιν ἱκεσίας πρὸς τὸν