Ὁ δὲ θαυμαστὸς καὶ μέγας Θεοδόσιος κυττάζων τὰ γένεια τοῦ Μαρκιανοῦ, εἶδεν ἕνα κόκκον σίτου (δὲν ἠξεύρω πόθεν εὑρέθη) εἰς τὸν πώγωνά του, καὶ λαμβάνων αὐτόν, τοῦ λέγει χαρούμενος· «Ἰδοὺ σῖτος, διατί λέγεις ὅτι δὲν ἔχετε;». Τότε ὁ Μαρκιανὸς ἔλαβε μετ’ εὐλαβείας καὶ πίστεως ἀπὸ τὴν δεξιὰν τοῦ Ἁγίου τὸν κόκκον τοῦ σίτου, καὶ τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν ἀποθήκην, πιστεύων ὅτι χωρὶς κόπον καὶ πόνον θὰ ἔχῃ πολὺν καρπὸν μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ Ἁγίου, καθὼς καὶ ἐγένετο. Καὶ θέλων τὴν ἐπαύριον νὰ ἀνοίξῃ τὴν θύραν τῆς ἀποθήκης (ὢ τῶν ἀπορρήτων θαυμασίων σου, Δέσποτα!) εὗρεν αὐτὴν γεμάτην ἕως τὴν στέγην καὶ ἐξεπλάγησαν μὲ τοὺς σὺν αὐτῷ, τοιοῦτον ἰδόντες τεράστιον. Στέλλει τότε ἕνα μαθητήν του εὐθὺς πρὸς τὸν Ἅγιον νὰ ἔλθῃ νὰ ἴδῃ τὸ παράδοξον θέαμα. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν, ἤνοιξαν ὀλίγον τὴν θύραν μὲ κόπον πολύν, καὶ ἐχύνετο ἔξω ὁ εὐλογημένος σῖτος. Τοῦτο τὸ θαῦμα δὲν εἶναι μικρότερον ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ὁ Χριστός, πληθύνας τοὺς ἄρτους καὶ χορτάσας τόσον λαὸν εἰς τὴν ἔρημον. Ἀλλὰ μία χάρις ἦτο καὶ ὁμοία ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἐκεῖ τὸ ἔκαμνεν ἡ δύναμις τοῦ Δεσπότου, ἔχοντος ὑπηρέτας τοὺς Ἀποστόλους, καὶ ἐδῶ πάλιν ἀοράτως ἐνήργησεν αὐτὸς ὁ Κύριος διὰ μέσου τοῦ δούλου του, τὸν ὁποῖον ἐδόξαζε διὰ τὴν καλήν του προαίρεσιν. Ἀλλὰ ἀκούσατε καὶ ἕτερον θαυμάσιον.
Γυνή τις ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν πλουσία, εὐλαβὴς καὶ φιλόθεος, εἶχεν υἱὸν μονογενῆ φίλτατον, ὅστις παίζων μὲ τὰ ἄλλα παιδία ἔπεσεν ἐξ ἀπροσεξίας ἢ καὶ ἀπὸ δαιμονικῆς συνεργείας εἰς φρέαρ βαθύτατον· οἱ δὲ ἄνθρωποι, ὅπου ἔτυχον ἐκεῖ πλησίον, κατεβίβασάν τινας μὲ τὰ σχοινία νὰ τὸν ἀνασύρουν καὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, ὅτι κανεὶς δὲν ἐπίστευε ποτὲ· νὰ εὑρεθῇ ζωντανὸς καὶ ἀβλαβής. Φθάσαντες ἐκεῖνοι κάτω, βλέπουν τὸν παῖδα καὶ ἐκάθητο (ὦ τοῦ θαύματος!) ἐπάνω εἰς τὸ ὕδωρ, ὥσπερ νὰ τὸν ἐκράτει κάποιος δυνατὸς καὶ δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ βραχῇ ὁλότελα. Τοῦτο τὸ φρικτὸν τεράστιον ἰδόντες ἐξέστησαν, ὅτι ἦτο Θεοῦ πρόσταξις νὰ γίνῃ τοιοῦτον θαυμάσιον. Ὅταν δὲ τὸν ἀνεβίβασαν καὶ τὸν εἶδεν ἡ μήτηρ του ζωντανόν, ἐνῷ ὅλοι τὸν εἶχον διὰ πνιγμένον, ἂς μετρήσῃ ἕκαστος πόσην ἀγαλλίασιν ἔλαβεν. Ἐρωτώμενος δὲ νὰ εἴπῃ τὸν τρόπον, πῶς ἔγινε καὶ δὲν ἐβυθίσθη εἰς τὰ ὕδατα, ἔλεγεν, ὅτι εἷς Μοναχός, γέρων εἰς τὴν μορφὴν καὶ τὰ ἱμάτια τοιοῦτος (καὶ ἔλεγε τὰ χαρακτηριστικὰ ὅλα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου), μὲ ἐκράτει εἰς τὰς χεῖράς του καὶ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ βυθισθῶ. Οἱ δὲ παρεστῶτες ἀπὸ τὰ σημεῖα, ποὺ εἶπεν, ἔκριναν, ὅτι ἦτο ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος.