ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν, ὁ καὶ Κοινοβιάρχης καλούμενος, ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ μεγάλου ἐν ἔτει υν’ (450), ἔφθασε δὲ καὶ μέχρι τῶν χρόνων Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου τοῦ ἐν ἔτει υϟα’ (491) βασιλεύσαντος, κατήγετο δὲ ἀπὸ τὴν ἰδίαν χώραν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κατήγετο καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, δηλαδὴ τὴν Καππαδοκίαν, ἀπὸ χωρίον Μωγαρισὸς καλούμενον. Εἰς αὐτὸν τὸν ταπεινὸν καὶ εὐτελέστατον τόπον ἐγεννήθη ὁ ὑψηλὸς τὴν ἀρετὴν καὶ θαυμάσιος Θεοδόσιος ἀπὸ γονεῖς φιλοθέους καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ὠνομάζετο Προαιρέσιος καὶ Εὐλογία ἡ μήτηρ του, ἡ ὁποία ἐγένετο Μοναχὴ ὕστερον ἀπὸ τὸν υἱὸν αὐτῶν, ὅστις ἔγινεν οὓτω πνευματικός τις πατήρ. Καὶ καθὼς αὐτὴ ἔδωκεν εἰς ἐκεῖνον τὸ εἶναι κατὰ τὴν σάρκα, οὕτω καὶ αὐτὸς τῆς ἐπροξένησε τὸ κατὰ πνεῦμα εὖ εἶναι, καὶ τῆς ἔδωκε πνευματικὴν ἀναγέννησιν.
Ἀνετράφη λοιπὸν καὶ ηὔξησε κατὰ τὴν σωματικὴν καὶ πνευματικὴν ἡλικίαν τοῦτο τὸ εὐγενὲς καὶ μακάριον φυτὸν μὲ πολιτείαν θαυμαστὴν ἐκ νεότητος, δεικνύων ὁποῖος ἔμελλε νὰ κατασταθῇ εἰς τὸ ὕστερον. Ἐπειδὴ δὲν ἐπεθύμησε οὐδεμίαν σωματικὴν ἀπόλαυσιν, οὔτε κανένα θέλημα ἄπρεπον, ἀλλὰ μόνον τοὺς Ἁγίους Τόπους ἐπόθησε νὰ ἰδῇ· καὶ ὁ θεῖος οὗτος ἔρως εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐρρίζωσε τόσον, ὥστε ἄλλο δὲν ἐσυλλογίζετο. Ἦτο δὲ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῆς θείας Γραφῆς πολλὰ ἐπιδέξιος, καὶ ἀναγινώσκων εἰς τὴν Γένεσιν ὅτι ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος τὸν Ἀβραὰμ νὰ ξενιτευθῇ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του, ἔτι δὲ καὶ τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὅπου μᾶς παραγγέλλει ὁ Δεσπότης νὰ ἀφήνωμεν ἀδελφοὺς καὶ γονεῖς, καὶ ὅλα τὰ πράγματα διὰ τὴν ἀγάπην του, ἐὰν θέλωμεν νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς αἰωνίου μακαριότητος, ἀνεφλέγετο μᾶλλον ἡ καρδία του πρὸς τὴν στενὴν ὁδόν, διὰ νὰ εὕρῃ εὐρυχωρίαν εἰς τὸν αἰῶνα τὸν μέλλοντα.
Ὅθεν ἔκαμε προσευχὴν εἰς τὸν Κύριον, νὰ τὸν ὁδηγήσῃ πρὸς σωτηρίαν, ἐκίνησε δὲ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμια, ὅταν ἦτο εἰς τὰ ἔσχατα τῆς ζωῆς του ὁ βασιλεὺς Μαρκιανὸς καὶ συνηθροίζετο κατὰ τοῦ ἀσεβοῦς Νεστορίου καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν ἡ τετάρτη Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ὁ καλὸς Θεοδόσιος, ἐπῆγε νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἅγιον Συμεὼν τὸν Στυλίτην, νὰ λάβῃ τὴν εὐλογίαν του καὶ νὰ τὸν συμβουλευθῇ τὰ σωτήρια, ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν εἰς τὸν στῦλον, πρὶν νὰ χαιρετήσῃ ποσῶς οὗτος, ἐφώναξεν ὁ Συμεὼν ἀπὸ τὸν στῦλον καὶ τοῦ