Διὰ ταύτας ὅθεν τὰς ἀρετὰς καὶ χάριτας αὐτοῦ ἔλαμπεν ἀπὸ μακρὰν καὶ ἐφαίνετο ὡς ἡ πόλις ποὺ εἶναι κτισμένη εἰς τὴν ἀκρώρειαν. Ὅθεν πολλοὶ συνήγοντο πρὸς αὐτόν, διὰ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὸ μέλι τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ καὶ νὰ προκόπτωσι, τοὺς ὁποίους πρῶτον μὲν δὲν ἤθελε νὰ δέχεται, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ εἰς τὴν ἡσυχίαν ἐνόχλησιν, ὕστερον ὅμως, βλέπων τὴν προθυμίαν καὶ καλὴν προαίρεσιν αὐτῶν, τοὺς ὑπεδέχετο ἠξεύρων πόσην κόλασιν ἔχει ὅστις ἀμελήσῃ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπην καὶ δὲν ἀγαπᾷ καὶ αὐτὸν ὡς ἑαυτόν. Ἐνουθέτει λοιπὸν αὐτοὺς μὲ λόγους καὶ ὑποδείγματα ὠφέλιμα, ἵνα πολιτεύωνται θεάρεστα καὶ ἠξεύρων ὅτι ἡ ἐνθύμησις τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἀληθὴς φιλοσοφία καὶ δύναται νὰ κάμῃ τὸν ἄνθρωπον νὰ διάγῃ ἐναρέτως, προσέταξε τοὺς μαθητάς του νὰ κτίσουν τὸ κοιμητήριον, διὰ νὰ βλέπῃ ἕκαστος τὸν τάφον, εἰς τὸν ὁποῖον μέλλει νὰ τεθῇ ἵνα ἑτοιμάζεται πρότερον. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ ἐτελείωσαν, ἠξεύρων ὁ Ὅσιος ἀπὸ θείαν χάριν τὸ μέλλον, εἶπε πρὸς τοὺς μαθητάς· «Ἰδοὺ ὁ μὲν τάφος εἶναι ἕτοιμος, ἀλλὰ τίς ἀπὸ ἡμᾶς θὰ ἐνταφιασθῇ πρότερον;».
Τότε εἷς Ἱερομόναχος, ἐνάρετος πολλὰ καὶ ὑποτακτικὸς τέλειος, τὴν κλῆσιν Βασίλειος, ἀπεκρίνατο· «Ἐγώ, Διδάσκαλέ μου, θὰ τὸν ἐγκαινιάσω, μὲ τὴν εὐχὴν τῆς ἁγιωσύνης σου». Ταῦτα λέγων, ἐπροσκύνησεν ἕως τὴν γῆν, παρακαλῶν νὰ τὸν συγχωρήσῃ νὰ εἰσέλθῃ καὶ οὕτως ἐγένετο. Ἀφοῦ δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν τάφον ὁ Βασίλειος, ἐπρόσταξεν ὁ Θεοδόσιος νὰ τοῦ κάμνουν τὰ συνήθη μνημόσυνα καὶ λειτουργίας ἕως ἡμέρας τεσσαράκοντα, καὶ οὕτως ἐποίησαν. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν τεσσαράκοντα (ὢ τοῦ θαύματος!) χωρὶς καμμίαν ἀσθένειαν, οὔτε κἂν νὰ πονέσῃ ἡ κεφαλή του παραμικρόν, παρέδωκε τῷ Θεῷ τὴν μακαρίαν ψυχήν του ὁ Βασίλειος, τὸν ὁποῖον ἔβλεπεν ὁ Ἅγιος ὕστερον εἰς τὸν χορόν, ἤτοι τὴν ψυχήν του, καὶ ἔψαλλε μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας τὴν ἀκολουθίαν ἀπὸ κοινοῦ ἕως ἡμέρας τεσσαράκοντα. Τὸν ἤκουε δὲ καὶ ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου, Ἀέτιος τὸ ὄνομα, ὅστις ἦτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐναρετώτερος, καὶ ἠρώτησε τὸν Θεοδόσιον ἐὰν ἤκουε καὶ αὐτὸς τὸν Βασίλειον ψάλλοντα. Ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ὄχι μόνον τὸν ἤκουσα, ἀλλὰ καὶ τὸν εἶδον, καὶ τὴν νύκτα θὰ τὸν ἴδῃς καὶ σύ, ὡς βούλεσαι». Καθὼς λοιπὸν ἔψαλλον εἰς τὴν σύναξιν, εἶδεν ὁ Ἅγιος τὸν Βασίλειον καὶ προσηυχήθη εἰς τὸν Θεόν, νὰ φωτίσῃ τοῦ Ἀετίου τὰ ὄμματα, νὰ ἴδῃ καὶ αὐτὸς τοιοῦτον μέγα μυστήριον. Τότε ἠνοίχθησαν νοερῶς τοῦ Ἀετίου οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ βλέπων φανερῶς τὸν Βασίλειον, ἔδραμε πρόθυμος νὰ τὸν ἐναγκαλισθῇ ἀλλ’ ἐκεῖνος ἔγινεν ἄφαντος, ταῦτα λέγων· «Σῴζεσθε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὅτι πλέον ἐδῶ δὲν μὲ βλέπετε». Τοῦτο πρῶτον τῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου μαρτύριον, ἀλλὰ ἀκούσατε καὶ δεύτερον.