Ἔτος τι, τὸ Ἅγιον καὶ Μέγα Σάββατον, δὲν εἶχον οἱ εὐλογημένοι Πατέρες τίποτε βρώσιμον, ἵνα εὐφρανθῶσι καὶ αὐτοὶ τὴν Ἁγίαν Λαμπρὰν ὡς ἄνθρωποι· ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν δώδεκα, καὶ ἐλυποῦντο ὄχι τόσον ὅτι δὲν εἶχον σωματικὰ βρώματα, ἀλλ’ ὅτι οὐδὲ ἄρτος δὲν εὑρίσκετο εἰς αὐτοὺς νὰ λειτουργήσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ θεῖα μυστήρια. Ὁ δὲ Ὅσιος, βλέπων τὴν στυγνότητα τοῦ προσώπου των, ἐγνώρισεν ὅτι ἐγόγγυζον κατ’ αὐτοῦ εἰς τὰς διανοίας των καὶ λέγει πρὸς αὐτούς· «Εὐτρεπίσατε τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, καὶ μὴ λυπεῖσθε, ὅτι ἐκεῖνος ὅστις ἔτρεφε τόσας μυριάδας λαοῦ εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ὕστερον πάλιν ἐχόρτασε μὲ πέντε ἄρτους τόσας χιλιάδας, θέλει ἀποστείλει καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους βοήθειαν». Οὕτως εἶπε καὶ ὁ λόγος του ἔργον ἐγένετο, ὅτι καθὼς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ πρόβατον εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸ ἐθυσίασε, οὕτω καὶ τότὲ ἐξαπέστειλεν εἰς τὸ Μοναστήριον ἄνθρωπον μὲ δύο ἡμιόνους φορτωμένους ἄρτους, οἶνον καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα τοῦ σώματος. Ἐχάρησαν λοιπὸν οἱ Ὅσιοι δοξάζοντες τὸν ἐλεήμονα Κύριον, ὅστις δὲν τοὺς ἀφῆκεν ἐρήμους, ἀλλὰ τοὺς ἔθρεψε ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἕως τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστὴν πρὸς αὐτάρκειαν.
Ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν καὶ ἄλλο παρόμοιον. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἔζη πλούσιός τις πολλὰ εὔσπλαγχνος, ὅστις ἔστελλεν ἐλεημοσύνας εἰς ὅλους τοὺς ἐρημίτας, διὰ νὰ παρακαλοῦν τὸν Κύριον διὰ τὴν ψυχήν του, εἰς δὲ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον δὲν ἔστειλεν ἀπὸ λησμοσύνην ἢ καὶ διότι ἦτο θέλημα Θεοῦ διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸν δοῦλόν του. Οἱ δὲ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου ἠνώχλουν τὸν ὑπηρέτην τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ ἔλεγον νὰ εἴπῃ εἰς τὸν κύριόν του καὶ δι’ αὐτούς, ὅτι δὲν εἶχον εἰμὴ μόνον ὀλίγα κεράτια. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔλεγε πρὸς αὐτοὺς νὰ μὴ λυπῶνται, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν εἰς τὸν Θεόν, καὶ αὐτός, ὅστις τρέφει τοὺς κόρακας, θέλει βοηθήσει αὐτοὺς ὡς καὶ πρότερον. Ταῦτα λέγοντος, εἰς ὀλίγην ὥραν εἶδον εἰς τὸν δρόμον ἄνθρωπόν τινα μὲ ζῷον φορτωμένον, καὶ ἤθελε νὰ τὸ ὁδηγήσῃ εἰς ἄλλον τόπον μακρύτερα, ἀλλὰ καθὼς ἀντίκρυσε τὸ Μοναστήριον, δὲν ἤθελε νὰ προχωρήσῃ πλέον τὸ ζῷον, μολονότι δὲ ὁ κύριός του τὸ ἔτυπτεν, ἔστεκεν ὡς λίθος ἀκίνητον. Ἐκατάλαβε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ὅτι δὲν ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ ὅπου ἐμελέτα, καὶ ἀφῆκε τὸ ζῷον νὰ πηγαίνῃ ὅπου ἤθελε, καὶ αὐτὸ ἔδραμεν εἰς τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τὸ Μοναστήριον καὶ ὅταν εἶδεν ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν εἶχον οὐδὲν βρώσιμον, ἐθαύμασε τοῦ Θεοῦ τὴν φιλανθρωπίαν, γνωρίζων ὃτι ἦτο οἰκονομία Θεοῦ ἡ ἀπείθεια τοῦ ζῴου, διὰ νὰ τραφῶσιν οἱ ἐνάρετοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ἵνα δουλεύωσιν αὐτόν· καὶ ἀπὸ τότε τοὺς ἔφερε τὰ ἀναγκαῖα τοῦ σώματος καὶ ᾠκονομοῦντο.