Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

ὅπως ἐγίνετο καὶ πρωτύτερα. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον ὀλίγον ἔλειψε νὰ λησμονήσω εἶναι ὅτι ὁ Ὅσιος ἦτο τοσοῦτον αἰδέσιμος εἰς ὅλους διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς του, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες ἀμφέβαλλον περὶ τῶν καλῶς ὁρισθέντων καὶ ἀποφασισθέντων ὑπ’ αὐτῶν, μέχρις ὅτου ὁ Ὅσιος ἀπεδέχθη αὐτὰ ὡς σύμφωνα μὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ ἔδωσε τὴν συγκατάθεσιν αὐτοῦ ὡς σφραγῖδα ἐπ’ αὐτῶν. Ἀλλ’ ἂς ἐπανέλθωμεν εἰς τὴν συνέχειαν τῆς διηγήσεώς μας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεμακρύνθημεν.

Μίαν νύκτα, ἐνῷ προσηύχετο ὁ μακάριος, πλήθη δαιμόνων ἐλθόντα προσεπάθουν μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν κάμουν νὰ διακόψῃ τὴν προσευχήν του. Ἐπειδὴ δὲ οὐδὲν ἐπετύγχανον, τὸν ἐπλήγωσαν τόσον πολύ, ὥστε ἔμεινε σχεδὸν ἄφωνος. Διότι ἐφοβοῦντο οἱ μισόκαλοι τὰς προσευχὰς τοῦ Ὁσίου ὡς βέλη εἰς τὰς χεῖρας δυνατοῦ πολεμιστοῦ. Ἀλλ’ ὁ μακάριος Αὐξέντιος, σημειώσας ἐναντίον αὐτῶν τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τοὺς ἔκαμε νὰ ἐξαφανισθῶσιν. Ὅπως λοιπὸν εἶχε συνήθειαν ὁ Ὅσιος, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πρωΐ-πρωῒ τοὺς ἀπέλυε μετὰ τὴν τρίτην ὥραν. Καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο κατόπιν, μετὰ τὴν ἕκτην. Διότι πολλοὶ ἀνέβαινον πρὸς αὐτὸν καὶ ἐκ τῶν Ρουφινιανῶν καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη πρὸς ὠφέλειαν ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους ἐδίδαξε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὰς ᾠδὰς κατανυκτικάς, αἱ ὁποῖαι μετὰ τοῦ ὠφελίμου εἶχον πολὺ τὸ ἁπλοῦν καὶ ἀπερίεργον.

Μετὰ δὲ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ᾠδῶν ὁ μακάριος ἤρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλίαν του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τῆς ἑσπέρας, συμβουλεύων τοὺς πάντας νὰ οἰκονομοῦν καλῶς τὸν βίον των καὶ ποτὲ νὰ μὴ δεικνύουν ραθυμίαν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλιν, ἀφοῦ πράξουν κάτι ἀγαθόν, νὰ ἐπιστρέφουν εἰς τὸν παλαιὸν τρόπον ζωῆς, οὔτε νὰ ἐπιστρέφουν ὅπως οἱ σκύλοι εἰς τὸν ἐμετόν των, ἀλλὰ μέχρι τέλους νὰ ἐπιμένουν εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ ἀγαθοῦ. «Διότι ὁ λογικὸς καὶ ὁ φρόνιμος, ἔλεγε, δὲν ἐπιτρέπει μόνον εἰς τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ἐξετάζουν τὰ ὁρώμενα, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς παρακολουθεῖ τὰ ἀόρατα. Καὶ εἰς τὰ μὲν ἀόρατα προσέχει πάντοτε, ἐπειδὴ εἶναι σταθερὰ καὶ μόνιμα, ἀπὸ δὲ τὰ ὁρατά, ἐπειδὴ μεταβάλλονται καὶ φεύγουν, ἀπομακρύνεται, χωρὶς νὰ παθαίνῃ κανὲν κακὸν μὲ τὸ νὰ εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο σῶμα, ὅταν πολιτεύεται πάντοτε ἐπαξίως πρὸς τὰ αἰώνια ἀγαθά».


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).