ὅπως ἐγίνετο καὶ πρωτύτερα. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον ὀλίγον ἔλειψε νὰ λησμονήσω εἶναι ὅτι ὁ Ὅσιος ἦτο τοσοῦτον αἰδέσιμος εἰς ὅλους διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς του, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες ἀμφέβαλλον περὶ τῶν καλῶς ὁρισθέντων καὶ ἀποφασισθέντων ὑπ’ αὐτῶν, μέχρις ὅτου ὁ Ὅσιος ἀπεδέχθη αὐτὰ ὡς σύμφωνα μὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ ἔδωσε τὴν συγκατάθεσιν αὐτοῦ ὡς σφραγῖδα ἐπ’ αὐτῶν. Ἀλλ’ ἂς ἐπανέλθωμεν εἰς τὴν συνέχειαν τῆς διηγήσεώς μας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεμακρύνθημεν.
Μίαν νύκτα, ἐνῷ προσηύχετο ὁ μακάριος, πλήθη δαιμόνων ἐλθόντα προσεπάθουν μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν κάμουν νὰ διακόψῃ τὴν προσευχήν του. Ἐπειδὴ δὲ οὐδὲν ἐπετύγχανον, τὸν ἐπλήγωσαν τόσον πολύ, ὥστε ἔμεινε σχεδὸν ἄφωνος. Διότι ἐφοβοῦντο οἱ μισόκαλοι τὰς προσευχὰς τοῦ Ὁσίου ὡς βέλη εἰς τὰς χεῖρας δυνατοῦ πολεμιστοῦ. Ἀλλ’ ὁ μακάριος Αὐξέντιος, σημειώσας ἐναντίον αὐτῶν τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τοὺς ἔκαμε νὰ ἐξαφανισθῶσιν. Ὅπως λοιπὸν εἶχε συνήθειαν ὁ Ὅσιος, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πρωΐ-πρωῒ τοὺς ἀπέλυε μετὰ τὴν τρίτην ὥραν. Καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο κατόπιν, μετὰ τὴν ἕκτην. Διότι πολλοὶ ἀνέβαινον πρὸς αὐτὸν καὶ ἐκ τῶν Ρουφινιανῶν καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη πρὸς ὠφέλειαν ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους ἐδίδαξε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὰς ᾠδὰς κατανυκτικάς, αἱ ὁποῖαι μετὰ τοῦ ὠφελίμου εἶχον πολὺ τὸ ἁπλοῦν καὶ ἀπερίεργον.
Μετὰ δὲ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ᾠδῶν ὁ μακάριος ἤρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλίαν του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τῆς ἑσπέρας, συμβουλεύων τοὺς πάντας νὰ οἰκονομοῦν καλῶς τὸν βίον των καὶ ποτὲ νὰ μὴ δεικνύουν ραθυμίαν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλιν, ἀφοῦ πράξουν κάτι ἀγαθόν, νὰ ἐπιστρέφουν εἰς τὸν παλαιὸν τρόπον ζωῆς, οὔτε νὰ ἐπιστρέφουν ὅπως οἱ σκύλοι εἰς τὸν ἐμετόν των, ἀλλὰ μέχρι τέλους νὰ ἐπιμένουν εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ ἀγαθοῦ. «Διότι ὁ λογικὸς καὶ ὁ φρόνιμος, ἔλεγε, δὲν ἐπιτρέπει μόνον εἰς τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ἐξετάζουν τὰ ὁρώμενα, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς παρακολουθεῖ τὰ ἀόρατα. Καὶ εἰς τὰ μὲν ἀόρατα προσέχει πάντοτε, ἐπειδὴ εἶναι σταθερὰ καὶ μόνιμα, ἀπὸ δὲ τὰ ὁρατά, ἐπειδὴ μεταβάλλονται καὶ φεύγουν, ἀπομακρύνεται, χωρὶς νὰ παθαίνῃ κανὲν κακὸν μὲ τὸ νὰ εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο σῶμα, ὅταν πολιτεύεται πάντοτε ἐπαξίως πρὸς τὰ αἰώνια ἀγαθά».