Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν βίον, ἔχουσα νόμιμον σύζυγον, ἔρχεται πρὸς τὸν μέγαν Αὐξέντιον καὶ τὸν παρεκάλει νὰ διαμείνῃ καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν Στεφανίαν. Ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὰς ὁ μακάριος πράγματι ἀσκητικὸν σχῆμα, ἑτοιμάσας τριχίνους χιτῶνας καὶ μεγάλα ὠμοφόρια, τὰ ὁποῖα ἐφόρεσαν, ὥστε καὶ ἀπὸ μόνον τὸ σχῆμα νὰ τὰς σέβωνται οἱ βλέποντες αὐτάς, διότι μέχρι τότε δὲν εἶχεν ἐμφανισθῆ εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα σχῆμα παρόμοιον.

Ἔκτοτε λοιπὸν καὶ ἄλλαι γυναῖκες προσήρχοντο, ἄλλαι μὲν ὁδηγούμεναι πρὸς τὸν Ὅσιον ὑπὸ εὐγενῶν γονέων διὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν παρθενίαν των, ἄλλαι δὲ φεύγουσαι ἀπὸ τοὺς οἴκους τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπαρνούμεναι τὸν διάβολον καὶ μὲ θερμὴν μετάνοιαν συντασσόμεναι μὲ τὸν Χριστόν, ὥστε εἰς ὀλίγον καιρὸν νὰ συναχθοῦν ὑπὲρ τὰς ἑβδομήκοντα. Ἠναγκάσθη λοιπὸν ἐκ τούτου ὁ θεῖος Αὐξέντιος νὰ οἰκοδομήσῃ Ἐκκλησίαν πρὸς χάριν αὐτῶν καὶ νὰ κτίσῃ τὰ κατάλληλα κελλία διὰ τὴν ἄσκησίν των. Ἑκάστην δὲ Κυριακὴν καὶ Παρασκευήν, ἀφοῦ ἔστελλε καὶ προσεκάλει τὰς Ὁσίας γυναῖκας, τὰς συνεβούλευε καὶ παρεκίνει νὰ λησμονήσουν τελείως τὰ τερπνὰ τοῦ βίου, διότι τὰ ἐξ ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ προωρισμένα δι’ ἡμᾶς ἀγαθὰ εἶναι πολὺ τερπνότερα, καὶ νὰ μὴ γίνωνται δοῦλαι τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, λέγων πρὸς αὐτάς· «Ἀντὶ τοῦ φυσικοῦ γάμου, μὲ τὸν ὁποῖον εἶναι συνδεδεμένη καὶ ἡ χηρεία, σεῖς ἐπροτιμήσατε γάμον μυστικὸν καὶ μάλιστα ἀπηλλαγμένον τῆς χηρείας, ἀντὶ δὲ φθαρτοῦ νυμφίου ἔχετε ἑνωθῆ μὲ τὸν ἀθάνατον Νυμφίον Χριστόν, ὁ ὁποῖος ξεπερνᾷ εἰς τὸ κάλλος, κατὰ τὸν θεῖον Δαβίδ, πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων [8], ὅστις εἰς ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι θὰ μνηστευθοῦν μὲ αὐτόν, εἰς ὅσας μὲν ποθοῦν τὴν ἀφθορίαν δίδει χαρὰν ἀνεκλάλητον, εἰς ἐκείνας δὲ αἱ ὁποῖαι θὰ λιποτακτήσουν δίδει κόλασιν αἰώνιον».

Ἔλεγε πάλιν πρὸς αὐτὰς ὁ Ὅσιος· «Προσέξατε λοιπὸν μήπως κάποιος ἁρπάσῃ τὴν παρθενίαν σας καὶ σᾶς χωρίσῃ ἀπὸ τὸν ἄφθαρτον Νυμφίον Χριστόν. Διότι τὸ ἁμάρτημα τοῦτο εἶναι φοβερὸν καὶ βαρύτατον δι’ ἐκείνους ποὺ τὸ διαπράττουν. Διότι δὲν εἶναι ἐξ ἴσου βαρὺ ἔγκλημα τὸ νὰ σχίσῃς τὸ ἔνδυμα ἑνὸς πτωχοῦ καὶ τὴν πορφύραν ἑνὸς βασιλέως, οὔτε πάλιν νὰ ἀτιμάσῃς τὴν εἰκόνα ἑνὸς βασιλέως καὶ ἑνὸς κοινοῦ ἀνθρώπου. Εἰκόνες δὲ τοῦ Θεοῦ εἶναι αἱ παρθένοι, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐζωγραφισμένον αὐτὸν εἰς τὰς καρδίας των. Διὰ τοῦτο ἡ φθαρεῖσα παρθένος εἶναι πολὺ περισσότερον ἀξιοκατάκριτος ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς πορνεύονται,


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).