Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

Ταῦτα καὶ ἀκόμη περισσότερα διδάσκοντος τοῦ Ὁσίου τοὺς ἐρχομένους πρὸς αὐτόν, ἦτο δυνατὸν νὰ ἴδῃ κανεὶς ἄνδρας καὶ γυναῖκας νὰ μεταβάλλουν τὸν τρόπον τῆς ζωῆς των πρὸς τὸ καλύτερον καὶ νὰ ἀπαρνοῦνται τελείως τὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος. Μετὰ δὲ τοὺς διδακτικοὺς τούτους λόγους, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τροφὴν τῆς ψυχῆς, ἀπέστελλεν αὐτοὺς ἐν εἰρήνῃ εἰς τοὺς οἴκους των, μερικοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν παρέμενον ἐφεξῆς πλησίον τοῦ Μεγάλου Αὐξεντίου, ἀρκούμενοι εἰς τὴν τροφὴν τὴν ὁποίαν ἔδιδεν εἰς αὐτούς. Διότι πολλοὶ ἐκ τῶν πλουσίων ἔστελλον πρὸς αὐτὸν εἰς τὸ ὄρος τροφὰς καὶ παντὸς εἴδους δῶρα καὶ ἄλλα φιλεύματα. Ἐκεῖνος ὅμως μόνον ἔλαιον καὶ κηρούς, ἐὰν ἔφερε κανείς, ἐδέχετο, τὰ δὲ λοιπὰ τὰ ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι συνεκεντροῦντο πλησίον του. Μερικοὺς δὲ οἱ ὁποῖοι παρεκάλουν νὰ κουρευθοῦν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ νὰ λάβουν τὸ μοναχικὸν σχῆμα δὲν τοὺς ἐδέχετο, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔδιδεν εἰς ἕνα ἕκαστον τρίχινον ἢ δερμάτινον στιχάριον, μὲ τὰ ὁποῖα ἦτο καὶ ἐκεῖνος ἐνδεδυμένος, τοῦ ἔλεγεν· «Πήγαινε, ἀδελφέ, ὅπου σὲ ὁδηγήσῃ ὁ Κύριος».

Εἷς ἐξ αὐτῶν, ὀνόματι Βασίλειος, ἀφοῦ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Μέγαν Αὐξέντιον ἕνα δερμάτινον ἐπανωφόριον καὶ τὸ ἐφόρεσεν, ἀφοῦ διέτρεξεν εἴκοσι μίλια διὰ νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὸν οἶκον του, κατῴκησεν εἰς τὸ ἴδιον ἐκεῖνο ὄρος. Ἐναντίον λοιπὸν αὐτοῦ ἐπιτεθέντα τὰ πονηρὰ πνεύματα, τόσας πολλὰς πληγὰς τοῦ ἔδωσαν, ὥστε τὸν ἄφησαν ἄφωνον. Μερικοὶ δὲ βοσκοί, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο καθ’ ἑκάστην πρὸς αὐτόν, ἐλθόντες καὶ τότε εἰς τὴν κέλλαν τοῦ Βασιλείου καὶ σκύψαντες εἰς τὴν θύραν, δὲν ἤκουσαν τὸν Βασίλειον νὰ ἀποκριθῇ ἀπὸ μέσα. Ἀνοίξαντες λοιπὸν τὴν θύραν διὰ τῆς βίας εἰσῆλθον ἐντὸς καὶ τὸν βλέπουν ἄφωνον, ὀλίγον ἀναπνέοντα καὶ τὸ σῶμα του ὁλόκληρον ὡς μίαν πληγήν. Ἀμέσως λοιπόν, ἀφοῦ τὸν ἐτοποθέτησαν εἱς μίαν ἅμαξαν, τὸν ἔφεραν πρὸς τὸν Μέγαν Αὐξέντιον, ὁ ὁποῖος, εὐθὺς ὡς τὸν εἶδεν εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, τὸν ἐφώναξεν ἐξ ὀνόματος· «Ἀδελφὲ Βασίλειε!». Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἀπήντησεν, ὡσὰν νὰ μὴ ἤκουσεν, ἂν καὶ ὁ Ὅσιος τοῦ ἐφώναξε δύο φοράς, τὸν ἐκάλεσε πάλιν μὲ ἰσχυροτέραν φωνήν· «Ἀδελφὲ Βασίλειε!». Ἀμέσως τότε ἐκεῖνος ἀνεσηκώθη καὶ ἐκάθησεν, ὁπότε ὁ μακάριος τοῦ λέγει· «Σήκω, ἀδελφέ, διότι σοῦ ἐδόθη ἄνωθεν ἐξουσία κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων». Ἀφοῦ λοιπὸν ἐσηκώθη ὁ θαυμαστὸς Βασίλειος καὶ ὁ Αὐξέντιος τὸν ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸν διέταξε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ ἀσκητήριον του, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπανελθὼν καὶ γενναίως ἀγωνισθεὶς ἐπὶ τρία ἔτη ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρον τοῦτον βίον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).