Καθ’ ἡμέραν λοιπὸν ἀνήρχοντο πολλοὶ πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάμβανον μεγάλην ὠφέλειαν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ φήμη ἐκήρυττε τοῦτον μέγαν καὶ εἰς τοὺς πλησίον καὶ εἰς τοὺς μακρὰν εὑρισκομένους, γυνή τις ἀπὸ τὴν Νικομήδειαν, ἀπὸ τὰς ἐπισήμους καὶ πλουσίας, τυφλωθεῖσα καὶ κατὰ τοὺς δύο ὀφθαλμούς, ἀναβαίνει πρὸς τὸ ὄρος ὁδηγουμένη ὑπὸ χειραγωγοῦ καὶ τὸν παρεκάλει νὰ τὴν εὐλογήσῃ διὰ νὰ εὕρῃ τὴν θεραπείαν της. Ὁ δὲ μακάριος, ἀφοῦ παρήγγειλεν εἰς ὅλους τοὺς ἐκεῖ παρόντας νὰ προσευχηθοῦν ὑπὲρ αὐτῆς εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀφοῦ, μετὰ τὴν προσευχήν, ἤγγισε μὲ τὰς χεῖρας του τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς γυναικός, εἶπεν· «Ὁ Χριστός, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, νὰ σὲ θεραπεύσῃ, ὦ γύναι». Καὶ εὐθὺς μὲ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου ἐκείνη ἀνέβλεψε. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἔγινε διὰ τὸν Μέγαν Αὐξέντιον ἡ ἀρχὴ τῶν θαυμάτων εἰς τὸ ὄρος τῆς Ὀξείας. Ἀπὸ δὲ τοὺς ἐνοχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων συνέτρεχον ἐκεῖ πλῆθος μεγάλον, καὶ ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους καὶ ἀπὸ τοὺς ξένους, καὶ πολλοὶ δι’ αὐτοῦ ἠλευθερώνοντο ἀπὸ τὴν ἐπήρειαν τῶν δαιμόνων. Ἦτο δὲ τότε ὁ δέκατος χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Μέγας Αὐξέντιος ἠσκήτευεν εἰς τὸ ὄρος ἐκεῖνο.
Κάποτε ἐπρόκειτο νὰ ἀναβῇ πρὸς αὐτὸν χάριν ὠφελείας κάποιος ἐκ τῶν φίλων καὶ συστρατιωτῶν του, ὁ ὁποῖος ἔκαμνε τοῦτο πολὺ συχνά. Ἐκάλεσε λοιπὸν καὶ ἕνα ἄλλον ἐκ τῶν συστρατιωτῶν του νὰ ἀναβῇ μαζί του εἰς τὸ ὄρος πρὸς τὸν Μέγαν Αὐξέντιον. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἄπιστος, ἀπεκάλει τὸν Ὅσιον πλάνον καὶ ἀπατεῶνα, ὁ ὁποῖος ἐπλήρωνεν εἰς πολλοὺς πτωχοὺς τρεῖς ἢ καὶ ἓξ ὀβολούς, διὰ νὰ ὑποκρίνωνται τοὺς δαιμονιζομένους καὶ νὰ ἐξαπατᾷ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους ὅτι κάμνει θαύματα. Ἀφοῦ ὅμως ὁ χρηστὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἔπεισε καὶ τοῦτον τὸν ἄπιστον νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ ὄρος, ὁ Μέγας Αὐξέντιος πρὸς τὸν πρῶτον μὲν ὡμίλησε μὲ ἱλαρότητα καὶ μὲ τοὺς λόγους του τὸν ὠφέλησε, πρὸς ἐκεῖνον δὲ τὸν ἄπιστον οὔτε μικρὸν λόγον δὲν εἶπεν. Ὅθεν, ὅταν κατέβαινον ἀπὸ τὸ ὄρος, πάλιν ἐκεῖνος κατηγόρει τὸν δίκαιον, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαμνε χάριν ἐπιδείξεως καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀρετήν του.
Ὅταν δὲ ἐπλησίασαν εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ἰδοὺ ἔφθασεν ὁ δοῦλος τοῦ ἀπίστου ἐκείνου καὶ μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἐφανέρωσεν ὅτι ἡ θυγάτηρ του ἐδαιμονίσθη. Τότε ἐκεῖνος, ὡς νὰ ἦτο ἁλιεύς, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη ἐξαφνικὸν κτύπημα, ἦλθεν ἀμέσως εἰς τὸν νοῦν του καὶ μὲ μεγάλην φωνὴν ἀνέκραξεν· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὸν ἄπιστον!». Τότε εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ θεοφιλὴς ἐκεῖνος ἄνθρωπος τὴν φράσιν