Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

καὶ ὁ χορὸς τῶν θείων Ἀρχιερέων τότε παρήγγειλαν νὰ συνέλθῃ μετ’ αὐτῶν καὶ ὁ μακάριος Αὐξέντιος διὰ τὴν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας συζήτησιν καὶ τὴν ἀκριβῆ κατανόησιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων. Ἐκεῖνος δέ, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν μετριοφροσύνην του, ἀπήντησε πρὸς τὴν Σύνοδον ὅτι δὲν εἶναι ἔργον τῶν Μοναχῶν νὰ διδάσκουν ἀλλὰ μᾶλλον νὰ διδάσκωνται, ἡ δὲ διδασκαλία εἶναι ἔργον τῶν Ἀρχιερέων.

Πέμψας ὅμως ὁ βασιλεὺς ἀπεσταλμένους παρήγγειλε νὰ τὸν φέρουν ἔστω καὶ διὰ τῆς βίας εἰς τὴν Σύνοδον, ἐὰν δὲν θέλῃ νὰ ἔλθῃ μόνος του. Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι, ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος δὲν ὑπήκουεν εἰς αὐτοὺς διὰ τὴν μετριοφροσύνην του, ὅπως εἴπομεν, καὶ διότι ἀπέφευγε τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, ἤρχισαν νὰ σκέπτωνται μήπως ὁ μακάριος Αὐξέντιος δὲν ἐφρόνει ὀρθῶς περὶ τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ προσεπάθουν διὰ τῆς βίας νὰ καταβιβάσουν τοῦτον ἀπὸ τὸν κλωβόν του. Τίποτε ὅμως δὲ κατώρθωνον, ἂν καὶ ἐκάλεσαν τεχνίτας διὰ νὰ κρημνίσουν τὸν κλωβόν. Τότε ὁ Μέγας Αὐξέντιος εἶπε πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους· «Ἐὰν δὲν ἐπινεύσῃ ὁ Θεὸς ἄνωθεν, δὲν πρόκειται νὰ ἀνοιχθῇ ὁ κλωβός». Γνωρίσας λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἐβιάζοντο διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ ὅτι ἡ ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδος εἶχε συγκροτηθῆ κατὰ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, τῶν προδρόμων τοῦ Ἀντιχρίστου, διέταξε τοὺς τεχνίτας νὰ ἀφαιρέσουν τὰς σανίδας ἀπὸ τὴν θυρίδα τοῦ κλωβοῦ καὶ ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν εὐκόλως ἤνοιξαν, τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἐξέλθῃ καὶ τὸν ἐπεβίβασαν εἰς μίαν ἅμαξαν, ἐπειδὴ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀναβῇ εἱς ὑποζύγιον. Διότι ὅλον τὸ σῶμα εἶχε καταπεπονημένον ἀπὸ τὴν ἄσκησιν καὶ τὴν ἐγκράτειαν καὶ πρὸ παντὸς τοὺς πόδας του ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπον στάσιν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπιπτον σκώληκες μαζὶ μὲ αἵματα.

Ἀλλ’ οὔτε καὶ τὰ βόδια, τὰ ὁποῖα ἔσυρον τὴν ἅμαξαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπέβαινεν ὁ μακάριος, ἠμποροῦσαν νὰ βαδίζουν, ἂν καὶ τὰ ἐκτυποῦσαν καὶ τὰ ἐμαστίγωναν μὲ δύναμιν, ἐὰν ἐκεῖνος δὲν ἦτο σύμφωνος εἰς τοῦτο. Τὰ δὲ τεράστια τὰ ὁποῖα ἔκαμε κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν ἐκείνην ὁ Μέγας Αὐξέντιος ποία γλῶσσα εἶναι ἱκανὴ νὰ διηγηθῇ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα ἐγίνοντο κατὰ παράδοξον τρόπον κατὰ δαιμόνων, εἰς ἄνδρας σκληρῶς βασανιζομένους ὑπ’ αὐτῶν, γυναῖκας καὶ βρέφη καὶ ἄλογα ζῷα; Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ὑπατίου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο πλησίον τῶν Ρουφινιανῶ [5], τὸ ὁποῖον παρεχωρήθη εἰς αὐτὸν διὰ νὰ ἡσυχάσῃ ἐκεῖ μέχρις ὅτου ἀναφέρουν περὶ τούτου εἰς τὸν βασιλέα, ἔμεινεν ὁ Μέγας Αὐξέντιος ἐκεῖ, ὅπου ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ Μοναχοὶ τὸν ὑπεδέχθησαν μὲ μεγάλην χαράν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).