Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

Ὁ θεῖος Αὐξέντιος μαζὶ μὲ τὰς ψυχωφελεῖς συμβουλάς του παρήγγελλε πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦτο: νὰ μὴ τιμοῦν καὶ σέβωνται ἐξ ὅλων τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος μόνον τὴν Κυριακὴν διὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν Παρασκευήν, διὰ τὸ ζωηφόρον Πάθος αὐτοῦ. Ἕκαστον δὲ Σάββατον ἡτοίμαζε καὶ ἐτέλει μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς παρευρισκομένους ὁλονύκτιον ὑμνῳδίαν. Καὶ κάποτε, κατὰ ἕνα Σάββατον, ἀνοίξας ὁ μακάριος τὴν θύραν τοῦ κλωβοῦ του, εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας· «Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Συμεών [7], ὁ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον καὶ ἡ θεία ψυχή του δὲν ἀπηξίωσε νὰ δώσῃ εἰς ἐμὲ τὸν ἀνάξιον τὸν τελευταῖον της ἀσπασμόν».

Ἀκούσαντες τοὺς λόγους τούτους τοῦ Ὁσίου οἱ παρευρισκόμενοι ἐσημείωσαν τὴν ἡμέραν καὶ μετ’ ὀλίγον ἔγινε γνωστὴ εἰς ὅλους ἡ ἐκ τοῦ βίου τούτου ἐκδημία τοῦ θαυμαστοῦ Συμεών, γενομένη κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ποὺ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ μακάριος Αὐξέντιος. Ἡ Χάρις ὅμως τῶν θαυμάτων καὶ τῶν ἰάσεων οὐδέποτε τὸν ἐγκατέλειψε. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ διαφορετικὰ δι’ αὐτόν, ὁ ὁποῖος καὶ πρὸ τῆς ἀσκήσεως, ὅταν ἀκόμη ἔζη εἰς τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, δηλαδὴ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐτέλεσεν ἀρκετὰ μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα, τὰ ὁποῖα καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του δὲν ἔπαυε νὰ τελῇ ἄν καὶ ἀποσιωπῶμεν ταῦτα διὰ νὰ μὴ μακρηγορῶμεν. Δι’ αὐτὸ θὰ ἀναφέρωμεν ἀκόμη ὅσα μόνον ἔγιναν περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου, ἵνα γνωρίσουν ταῦτα οἱ φιλάρετοι, διότι πράγματι εἶναι μεγάλα καὶ ἄξια νὰ τὰ ἐνθυμούμεθα.

Γυνή τις τὸ ὄνομα Στεφανία, ἡ ὁποία ἐχρημάτισεν ἀκόλουθος τῆς εὐσεβοῦς βασιλίσσης Πουλχερίας, ἀναβαίνουσα συχνάκις πρὸς τὸ ὄρος, ἐλάμβανε τὰς εὐχὰς τοῦ Ὁσίου. Αὕτη, πληγωθεῖσα εἰς τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα, παρεκάλει τὸν Ὅσιον νὰ τὴν ἐνδύσῃ μὲ τὰς χεῖρας του τὸ μοναδικὸν σχῆμα. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ὅσιος διαρκῶς ἀνέβαλλε τὸ ζήτημά της καὶ ἔλεγεν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ζῇ αὕτη εἰς τὸν κόσμον καὶ δι’ ἀρίστης διαγωγῆς νὰ εὐαρεστήσῃ εἰς τὸν Θεόν, ἐκείνη τὸν ἠνώχλει περισσότερον, θέλουσα νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν σκοπόν της. Συγκατατίθεται λοιπὸν ὁ Ὅσιος καὶ ἐπέτρεψεν εἰς τὴν γυναῖκα νὰ διαμείνῃ εἰς ἕνα ἐπίπεδον τόπον εὑρισκόμενον εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους καὶ ἐκεῖ νὰ ἀφοσιωθῇ εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἄλλη γυνή, Κοσμία κατὰ τὸ ὄνομα


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).