Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

διότι τὸ ἁμάρτημά των δὲν εἶναι τὸ ἴδιον. Ἐὰν δὲ ἀπασχολῇ τὴν σκέψιν σας ὁ νόμιμος γάμος καὶ σᾶς φαίνεται ἀξιοζήλευτος, ἐνθυμηθῆτε τὰς συμφοράς, αἱ ὁποῖαι τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ τὴν ἐναντίον τῆς Εὔας ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ, πράγματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα μόνον σεῖς εἶσθε ἐλεύθεραι, ὡς ἄγαμοι, καὶ φροντίζετε μόνον δι’ ὅ,τι εἶναι ἀρεστὸν εἰς τὸν Κύριον, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον. Προσέχετε λοιπὸν τὸν ἑαυτόν σας εἰς τὸ ἐπάγγελμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκλήθητε, ὥστε νὰ παρασταθῆτε παρθένοι ἁγναὶ εἰς τὸν Χριστόν, ἵνα διὰ τῆς Χάριτος αὐτοῦ ἀπολαύσετε καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά».

Αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια μὲ αὐτὰ συνεβούλευεν ὁ θαυμαστὸς Αὐξέντιος κατὰ τὰς δύο ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, τὰς ὁποίας εἴπομεν, τὰς πνευματικὰς θυγατέρας αὐτοῦ, τὰς ὁποίας ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγέννησε, καὶ ὡδήγει αὐτὰς εἰς αὔξησιν τῆς πνευματικῆς ἡλικίας, ἄλλοτε μὲν ἀνερχομένας πρὸς αὐτὸν εἰς τὸ ὄρος, ἄλλοτε δὲ πάλιν κατερχόμενος ὁ ἴδιος εἰς τὸ ἀσκητήριόν των. Διότι ποτὲ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς νὰ καμφθῇ ἀπὸ ὀκνηρίαν ἢ ρᾳθυμίαν, καίτοι εἶχε φθάσει εἰς βαθὺ γῆρας, ἀλλὰ πάντοτε ἐφαίνετο ὡς νέος καὶ δυνατὸς ἀπὸ τὴν προθυμίαν του. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ Ὅσιος ὡς ἄνθρωπος ἔμελλε κάποτε νὰ ἀποθάνῃ, περιέπεσεν εἰς βραχεῖαν ἀσθένειαν, ὅλον δὲ τὸν χρόνον τῆς ἀσθενείας του κατηνάλωσεν εἰς εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς συμβουλὰς πρὸς τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τὸ πνευματικὸν ποίμνιόν του. Ἐγκαταλείψας κατόπιν τὸν ἐπίκηρον τοῦτον βίον μετέβη πρὸς τὴν ἄφθαρτον καὶ αἰωνίαν ζωήν, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου [9] κατὰ τὴν ιδ’ (14ην) Φεβρουαρίου.

Τὸ δὲ τίμιον τοῦ Ἁγίου σῶμα, τὸ πραγματικῶς τίμιον, ἐγένετο ἀντικείμενον φιλονικίας μεταξὺ πολλῶν. Διότι οἱ μὲν ἀσκούμενοι εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ὑπατίου εἰς τὰς Ρουφινιανάς, εἰς τὸ ὁποῖον διέμεινεν ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, ὅταν προσεκλήθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἐν Χαλκηδόνι συνελθούσης Ἁγίας Συνόδου, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, ἔσπευσαν νὰ θεωρήσουν ἰδικόν των τὸν θησαυρόν. Ἄλλοι δὲ ἤθελον νὰ κατατεθῇ τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ζαχαρίου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς κάποιο κτῆμα, εὑρισκόμενον ἐκεῖ πλησίον, καλούμενον Θέατρον. Ἀλλ’ ὁ πόθος τῶν γυναικῶν, τὰς ὁποίας ὁ μακάριος Αὐξέντιος ἔπεισε νὰ ἀσκοῦνται εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους καὶ τὰς ὁποίας ἐστόλισε μὲ τὰ τρίχινα ράσα, ἐδείχθη κατὰ πολὺ ἰσχυρότερος ὅλων. Αὗται δηλαδή, συγκεντρωθεῖσαι ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, μὲ θερμὰ δάκρυα παρεκάλουν τοὺς διὰ τὴν ταφὴν τοῦ Ὁσίου συγκεντρωθέντας Μοναχοὺς καὶ Κληρικοὺς νὰ μὴ στερήσουν αὐτὰς τοῦ θείου ἐκείνου λειψάνου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).