Τῇ ΙΔ’ (14ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ τοῦ ἐν τῷ ὄρει.

ποὺ ἀναφέρει καὶ τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον· «Μὴ φοβεῖσαι, μόνον πίστευε καὶ ἡ θυγάτηρ σου θὰ σωθῇ». Εὐθὺς λοιπὸν ἐπορεύθησαν εἰς τὴν πόλιν καὶ ἀφοῦ παρέλαβον τὴν κόρην δεδεμένην μὲ σχοινία, ἀνέβησαν πάλιν εἰς τὸ ὄρος πρὸς τὸν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τὴν κόρην νὰ βασανίζεται σκληρῶς ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἶπεν· «Διὰ τρεῖς ἢ ἓξ ὀβολοὺς πάσχει αὐτὰ ἡ κόρη;». Διὰ ποῖον λόγον εἶπεν αὐτὰ ὁ Ὅσιος; Διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὸν πατέρα τῆς κόρης, ὅτι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν οὗτος ἐναντίον τοῦ Ὁσίου ἕνεκα τῆς ἀπιστίας του, ἀπεκαλύφθησαν καθαρὰ εἰς αὐτὸν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν δὲ ὁ ἄπιστος αὐτὸς ἐζήτησε μὲ θερμὰ δάκρυα συγχώρησιν, ὁ μακάριος Αὐξέντιος ὄχι μόνον συγχώρησιν τοῦ ἔδωσεν, ἀλλὰ καὶ τὸ πολὺ μεγαλύτερον ἔκαμεν· ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὸ πονηρὸν πνεῦμα τὴν θυγατέρα του καὶ ἀπέστειλε καὶ τοὺς δύο εἰς τὸν οἶκον των χαίροντας, ἀφοῦ συνεβούλευσεν αὐτοὺς νὰ μὴ δεικνύουν ἀπιστίαν εἰς τὰ σημεῖα καὶ τέρατα, τὰ ὁποῖα ἐκτελεῖ καθημερινῶς ὁ Θεὸς διὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.

Ἀλλὰ ποία θάλασσα δύναται νὰ δεχθῇ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, τὰ ὁποῖα ἔκτοτε ἐπετέλεσεν ὁ Ὅσιος; Διότι δὲν ὑπῆρχε κανείς, ὁ ὁποῖος ἐνοχλούμενος ἀπὸ πάθος τι ἢ ἀπὸ κάποιαν ἀσθένειαν ἢ ἀπὸ πονηρὸν πνεῦμα, καὶ ὁ ὁποῖος, ἐρχόμενος πρὸς τὸν Ὅσιον, δὲν ἀπηλλάσσετο ἀμέσως ἀπὸ ὅ,τι καὶ ἂν ὑπέφερε. Διότι λεπροί, χριώμενοι ὑπ’ ἐκείνου μόνον μὲ ἔλαιον καὶ λαμβάνοντες εὐχήν, τελείως ἐκαθαρίζοντο. Οἱ παράλυτοι κατὰ τὸ σῶμα συνεσφίγγοντο ταχύτερον ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Ὁσίου. Τοὺς δὲ δαιμονιζομένους, ὅσοι ἠλευθερώθησαν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, δὲν εἶναι δυνατὸν οὐδὲ ἀτελῶς νὰ ἀναφέρωμεν. Καὶ διὰ νὰ εἴπωμεν ἐν συντομίᾳ, δὲν ὑπάρχει πόλις ἢ χώρα οὔτε λιμήν τις ἐκ τῶν πλησίον ἢ μακρὰν εὑρισκομένων, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ ἔγιναν γνωστὰ τὰ θαύματα τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου ἢ μᾶλλον δὲν ὑπῆρξε περίπτωσις, κατὰ τὴν ὁποίαν νὰ μὴ ἔλαβον τὴν θεραπείαν οἱ κάτοικοι αὐτῶν οἱ δεινῶς πάσχοντες ἐκ δαιμόνων ἢ οἱ πάσχοντες ἀπὸ οἱανδήποτε ἄλλην σωματικὴν νόσον, ἐπικαλεσθέντες τὸν Ἅγιον.

Ἀλλὰ δίκαιον εἶναι νὰ ἀναφέρωμεν ἐνταῦθα συντόμως καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς κόπους αὐτοῦ ὑπερ τῆς εὐσεβοῦς πίστεως. Ἀφοῦ ὁ φιλόχριστος βασιλεὺς Θεοδόσιος ἀπέθανε καὶ διεδέχθη τοῦτον εἰς τὴν βασιλείαν ὁ εὐσεβὴς Μαρκιανός, διὰ διαταγῶν αὐτοῦ καὶ θείων θεσπισμάτων συνεκροτήθη ἡ ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδος τῶν θείων Πατέρων κατὰ τῆς αἱρέσεως τῶν Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, τῆς ρυπαρᾶς καὶ μισοχρίστου δυάδος. Ὅταν λοιπὸν ὅλοι συνῆλθον ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ὁ βασιλεὺς


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗτινος τὴν μνήμην ἑορτάζομεν κατὰ τὴν ι’ (10ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Τὸ Ἕβδομον ἦτο προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, κείμενον εἰς ἀπόστασιν 7 χιλιομέτρων ἀπ’ αὐτῆς ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, παρὰ τὸ σημερινὸν Μακρίκιοϊ.

[3] Περὶ τοῦ Ναοῦ τούτου τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ, ἐν τόμῳ Α’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ι’ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.

[4] Τὸ εὔκρατον ἦτο ἀφέψημα ἀπὸ πιπέρι, κύμινον καὶ ἄνηθον, χρησιμοποιούμενον κυρίως εἰς τὰ Μοναστήρια.

[5] Αἱ Ρουφινιαναὶ ἦτο Μοναστήριον πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ρουφίνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου.

[6] Τοῦτο εἶναι τὸ ἔκτοτε καλούμενον Ὄρος τοῦ Αὐξεντίου, περίφημον διὰ τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Ἐρημιτῶν, οἵτινες ἠσκοῦντο ἐκεῖ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου μέχρι τῆς καταλήψεως αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀνῆλθε μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου καὶ ὁ κατὰ τὴν α’ (1ην) τοῦ παρόντος Φεβρουαρίου ἑορταζόμενος Ὅσιος Βενδιμιανὸς (βλέπε σελ. 45).

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου τοῦ ἑορταζομένου κατὰ τὴν α’ (1ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. μδ’ 3).

[9] Λέων Α’ ὁ Μακέλης (457-474).