Μετ’ ὀλίγον, ἐλθὼν μετὰ τῶν φίλων του πρὸς τὸν θεῖον Ἰωάννην εἰς τὸ Ἕβδομον, ὅπως συνήθιζε, βλέπει ἐκεῖ πλησίον ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπῆρε τὸ ἱμάτιόν του, στενοχωρημένον καὶ δακρυσμένον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινεν ἡ συνήθης εὐχή, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ μακάριος Ἰωάννης· «Καταρασθῆτε, ἀδελφοί, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔκλεψε τοῦ πτωχοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου τὰ ροῦχα καὶ τὸν ἄφησε γυμνόν». Ὁ δὲ θεῖος Αὐξέντιος ἀπήντησε χαριέντως· «Μᾶλλον πρέπει νὰ εὐλογήσῃς, Πάτερ, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔκαμε τὴν πρᾶξιν αὐτήν». Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰωάννης ἠπόρησεν εἰς τοὺς λόγους τούτους, ὁ Αὐξέντιος, στραφεὶς πρὸς τὸν δῆθεν πτωχόν, τοῦ λέγει· «Δι’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀδελφέ, πόσα ἐνδύματα εἶχες;».Τότε αὐτὸς λέγει· «Ὀκτώ, μαζὶ μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδωσες». Τότε λέγει ὁ θεῖος Αὐξέντιος· «Ἀφοῦ δὲν σοῦ ἔφθαναν τὰ ἑπτὰ ποὺ εἶχες, ἀλλὰ καὶ τὸ ἕνα καὶ μοναδικόν, τὸ ὁποῖον εἶχα, ἐπέμενες νὰ τὸ πάρῃς, δικαίως τὰ ἔχασες ὅλα». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἀφοῦ μὲ καλωσύνην ἤλεγξε τὴν πλεονεξίαν του ὁ δίκαιος, τὸν ἀπέλυσεν.
Μίαν ἡμέραν, μεταβαίνων εἰς τὸ παλάτιον, βλέπει κάποιον, τὸν ὁποῖον οἱ στρατιῶται ἔσυρον βιαίως καὶ τὸν ὡδήγουν εἰς τὴν φυλακήν. Πλησιάσας λοιπὸν τοὺς στρατιώτας καὶ μεταχειρισθεὶς ἐπιμόνους παρακλήσεις καὶ χύσας ἄφθονα καὶ θερμὰ δάκρυα, κατώρθωσε νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ. Ὅσα δὲ ἔπραξεν ὁ Μέγας διὰ πολλὰ τῶν ἐργαστηρίων καὶ πῶς παραδόξως ἀπέδειξεν εὐπόρους τοὺς ἰδιοκτήτας των, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πωλήσουν τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς αὐτά, καὶ εἶχον περιέλθει εἰς πολὺ δύσκολον θέσιν, διαμείνας εἰς ἓν ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας καὶ ἐργασθεὶς μὲ ἡμερομίσθιον, εἶναι σαφέστατα δείγματα τῆς ἄκρας συμπαθείας καὶ ἐλεημοσύνης του. Διότι τὴν μὲν λύπην τῶν ἐμπόρων κατέπαυσε, τοὺς δὲ ἐννέα ὀβολούς, τοὺς ὁποίους ἔλαβεν ὡς μισθόν, τοὺς ἐμοίρασε μὲ μεγαλοψυχίαν εἰς τοὺς πτωχούς. Διὰ τούτων ἔδειξεν εἰς ὅλους πόσον ἦτο ἀξιοθαύμαστος ἀλλὰ καὶ ἀληθὴς φίλος τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ ἀποδείξῃ καλύτερον τὸ τερατούργημα, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ διηγηθῶμεν.
Γυνή τις, ἡ ὁποία κατείχετο ἀπὸ πονηρὸν πνεῦμα, συνήντησε κάποτε τὸν Μέγαν Αὐξέντιον, ὅταν ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ παλατίου, ἔχουσα ἀκάλυπτον τὴν κεφαλήν, σύρουσα τὰς τρίχας της καὶ φωνάζουσα μὲ μεγάλην φωνήν· «Ὢ βία, ἀπὸ τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν Αὐξέντιον! Εἴκοσι τώρα χρόνους κατοικῶ εἰς αὐτὴν τὴν γυναῖκα καὶ τώρα ἐκδιώκομαι βιαίως ὑπ’ αὐτοῦ». Τότε ὁ Μέγας ἐβίασε τὸν ἵππον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐκάθητο, διὰ νὰ τὴν προσπεράσῃ, ὥστε νὰ μὴ γίνῃ γνωστὴ εἰς κανένα ἡ θεία Χάρις,