ὁποίους ἔζησεν εἰς τὸ Μοναστήριον μόνον μὲ ἄρτον καὶ ὕδωρ ἐτρέφετο καὶ ταῦτα πάλιν ὄχι εἰς κόρον, ἀλλ’ ἐνδεῶς, δηλαδὴ δὲν ἐχόρταινε· μόνον τόσον ἔτρωγε καὶ ἔπινεν, ὅσον νὰ μὴ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν ἡ παμμακάριστος. Οὕτως ἀνδρείως πολιτευομένη δὲν ἐψεύσθη εἰς τὰς ἐπαγγελίας της, ἀλλὰ καταισχύνασα μάλιστα τὸν ἀντίπαλον, ἀπῆλθε διὰ τῆς προσκαίρου κακοπαθείας εἰς τὴν αἰώνιον εὐφροσύνην καὶ ἄπειρον ἀγαλλίασιν.
Ὁ δὲ μακάριος Μαρτινιανὸς ἐπὶ ἑπτὰ μῆνας, ἦτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, μὴ δυνάμενος, νὰ μετακινηθῇ κἂν καὶ νὰ περιπατήσῃ· ἀφοῦ δὲ ἐθεραπεύθησαν οἱ πόδες του, ἐσκέφθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τόπον ἀναχωρητικὸν καὶ ἀπόκρυφον, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ δύναται οὐδόλως νὰ πλησιάσῃ γυνή, διὰ νὰ μὴ τοῦ πλέξῃ πάλιν ὁ δαίμων νέαν παγίδα. Ταῦτα συλλογιζόμενος ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νὰ συνευδοκήσῃ εἰς τὴν γνώμην του, καθοδηγῶν αὐτὸν πρὸς τὸ συμφέρον του καὶ προσευχόμενος ἔλεγε· «Κύριε, σὺ ὅστις δεσπόζεις τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης τῆς κτίσεως, κατάρτισε τὰ διαβήματά μου καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ ἀπολεσθῶ τὸ πλάσμα σου. Ἀλλὰ γενοῦ μοι, Κύριε, ὁδὸς καὶ ζωή, ράβδος καὶ πήρα [2] καὶ ἄρτος χρήσιμος καὶ πρὸς ζωὴν αἰώνιον καθοδήγησον».
Οὕτως εἰπὼν καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἔτρεχε πρὸς την θάλασσαν. Τότε ἀφῆκε φωνὴν ὁ διάβολος λέγουσαν· «Ἂς ἀνδρίζωνται αἱ δυνάμεις μου καὶ ἂς εἶναι τὸ ὄνομά μου λαμπρὸν καὶ περίφημον, ἐπειδὴ τὸν ἐνίκησα· τὸν κατέκαυσα μὲ πῦρ καὶ τὸν ἐδίωξα ἀπὸ τὸ κελλίον του». Ἔπειτα λέγει καὶ πρὸς τὸν Ὅσιον· «Ποῦ φεύγεις, Μαρτινιανέ; Γνώριζε, ὅτι ὅπου καὶ ἄν ὑπάγῃς ἔρχομαι καὶ ἐγώ· καὶ καθὼς ἀπ’ ἐδῶ σὲ ἐδίωξα, οὕτω καὶ ἀπ’ ἐκεῖ θὰ σὲ κάμω ἐξόριστον καὶ δὲν θὰ ἀναχωρήσω ἀπὸ πλησίον σου, ἕως ὅτου σὲ ταπεινώσω ἐντελῶς». Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίνατο· «Ὦ ἀδύνατε καὶ ὄντως ταλαίπωρε, νομίζεις λοιπὸν ὅτι σὺ μὲ ἐξέβαλες ἀπὸ τὸ σπήλαιον ἢ ὅτι ἀνεχώρησα διότι μὲ κατέβαλεν ἡ ἀκηδία; Μὴ καυχᾶσαι, μοχθηρέ, εἰς αὐτό, διότι ψεύδεσαι. Ἐπειδὴ διὰ νὰ καταβάλω περισσότερον τὴν δύναμίν σου ἀνεχώρησα καὶ διὰ νὰ ἐλέγξω εὐκολώτερα τὴν πολλὴν ἀσθένειάν σου. Πλὴν ἐὰν δὲν σὲ φθάνῃ ἡ πρώτη προσβολὴ καὶ ὁ δεύτερος πόλεμος, ἐλθὲ καὶ τρίτον δοκίμασον καὶ ὁσάκις θέλεις πολέμησον. Πάντοτε θὰ μένῃς νικημένος, τρισάθλιε, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου μου καὶ θέλουν γίνει ὅλα τὰ ὄργανα, τὰ ὁποῖα θὰ μεταχειρισθῇς κατ’ ἐμοῦ, ρομφαῖαι δίστομοι κατὰ σοῦ, καθὼς τὸ εἶδες εἰς τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔστειλες, ἥτις καὶ αὐτὴ ἐφάνη δυνατωτέρα ἀπὸ σὲ καὶ καταπατεῖ τὴν δύναμίν σου, σὺ δὲ κἂν νὰ τὴν ἐγγίσῃς δὲν τολμᾷς οὐδόλως, ἄθλιε».