Ὁ δὲ Ρουφῖνος, θέλων νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν βασιλέα ἐκδούλευσιν, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐὰν ὁρίζῃς, δέσποτα, ὑπάγω νὰ παρακαλέσω τὸν Ἀρχιερέα πολὺ ἕως νὰ τὸν καταπείσω νὰ σοῦ συγχωρήσῃ τὸ πταίσιμον». Λέγει ὁ βασιλεύς· «Ἐγὼ γνωρίζω καλῶς ὅτι εἶναι δικαία ἡ ἀπόφασις τοῦ Ἀμβροσίου καὶ ὅτι δὲν θέλει ἐντραπῆ τὴν ἐξουσίαν τῆς βασιλείας μου καὶ νὰ παραβῇ τὸ θεῖον πρόσταγμα». Ὁ Ρουφῖνος ὅμως ὑπέσχετο ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ πείσῃ τὸν Ἅγιον νὰ τοῦ δώσῃ συγχώρησιν. Ὅθεν λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Θεοδόσιος· «Ὕπαγε λοιπὸν ταχέως, παρακάλεσέ τον μετὰ πολλῆς ταπεινώσεως καὶ ἐγὼ ἔρχομαι ὑστερώτερα».
Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ Ρουφῖνος καὶ πίπτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου ἔκειτο ὥραν ἱκανὴν δεόμενος. Ὁ δὲ ἐλέγχων αὐτόν, ἔλεγεν, ὅτι δὲν τὸν συνεχώρει, ἀλλ’ ἦτο ἕτοιμος νὰ λάβῃ μᾶλλον θάνατον, παρὰ νὰ παραβῇ τὸν νόμον. Ὁ Ρουφῖνος διεμήνυσε ταῦτα εἰς τὸν βασιλέα, διὰ νὰ μὴ κοπιάσῃ εἰς μάτην· εἶχε δὲ φθάσει τότε ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ μέσον τῆς ἀγορᾶς, ὅταν τοῦ ἦλθε τὸ μήνυμα καὶ εἶπεν· «Ἂς ὑπάγω καὶ θέλω ὑπομείνῃ τοὺς δικαίους ἐλέγχους τοῦ Ἁγίου». Ἀπελθὼν λοιπὸν ἐστάθη ἔξωθεν τοῦ Ναοῦ, παρακαλῶν νὰ τύχῃ συγχωρήσεως. Ὁ δὲ Ἅγιος, μὴ γνωρίζων τὴν ἀγαθὴν πρόθεσιν τοῦ βασιλέως, τὴν συντριβὴν καὶ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ταπείνωσιν καὶ νομίσας ὅτι δυναστικῶς ἐζήτει συγχώρησιν, τοῦ λέγει· «Πῶς ἐναντιοῦσαι εἰς τὸν Θεὸν καὶ καταπατῶν τοὺς Νόμους αὐτοῦ τολμᾷς νὰ εἰσέλθῃς τυραννικῶς εἰς τὸν οἶκόν του;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μετ’ εὐλαβείας καὶ ταπεινότητος· «Δὲν θρασύνομαι κατὰ τῶν θείων Νόμων, Ἅγιε Δέσποτα, οὔτε μὲ βίαν καὶ κενοδοξίαν ζητῶ νὰ εἰσέλθω ἔστω καὶ εἰς τὰ ἅγια πρόθυρα, ἀλλὰ παρακαλῶ σε, ὡς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ διάδοχον, νὰ μιμηθῇς τὴν φιλανθρωπίαν καὶ εὐσπλαγχνίαν αὐτοῦ τοῦ κοινοῦ Δεσπότου μας, καὶ μὴ κλείῃς εἰς ἐμὲ τὴν θύραν, ἥτις εἶναι ἀνεῳγμένη εἰς ὅλους ὅσοι μετανοοῦν μὲ θερμότητα». Τότε ὁ Ἅγιος τὸν ἠρώτησε· «Καὶ σὺ ποίαν μεταμέλειαν ἔδειξες μετὰ τὴν παρανομίαν σου; μὲ ποῖα φάρμακα τὰς ἀνιάτους σου πληγὰς ἐθεράπευσες;». Λέγει ὁ βασιλεύς· «Ἐγὼ μὲν μὲ πνεῦμα συντετριμμένον καὶ μὲ δάκρυα ζητῶ τὴν συγχώρησιν, ἔργον δὲ ἰδικόν σου εἶναι νὰ δείξῃς τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνθέσῃς τὰ ἰατρικὰ φάρμακα».
Τότε ὁ πανσόφος Ἀμβρόσιος, ἰδὼν αὐτὸν ἐξ ὅλης καρδίας μεταμελούμενον, ἔδωκεν εἰς αὐτον κανόνα εὐάρμοστον διὰ τὸ πραχθὲν ἀνόμημα καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Γράψε νόμον, ὁπόταν κάμῃς ἀπόφασιν νὰ θανατώσουν πταίστην τινὰ διὰ τὰς πράξεις του, νὰ παρέρχωνται τριάκοντα ἡμέραι καὶ τότε νὰ ἐκτελῆται».