Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Μεθ’ ἡμέρας δέ τινας ἐπῆγεν ὁ Θεοδόσιος εἰς τὰ Μεδιόλανα καὶ θέλων νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Ναὸν διὰ νὰ ἀκούσῃ τὴν λειτουργίαν κατὰ τὴν συνήθειαν, ἐπρόλαβε μακρόθεν ὁ Ἅγιος καὶ δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ εἰσέλθῃ οὔτε κἂν εἰς τὸν νάρθηκα, ἀλλ’ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἄραγε δὲν γνωρίζεις τὴν μεγάλην ἐκείνην μιαιφονίαν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσες; ἢ μήπως ἡ ἀξία τῆς βασιλείας δὲν ἀφήνει νὰ γνωρίσῃς τὴν ἁμαρτίαν σου; πρέπει νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε, ὅτι ὅλοι μας ἔχομεν κοινὴν τὴν φύσιν καὶ ἕνα Προπάτορα. Πλούσιοι καὶ πένητες ἀπὸ ἓν χῶμα ἐπλάσθημεν καὶ πάλιν εἰς αὐτὸ ἐπιστρέφομεν, ἕως τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Μήπως, ἐπειδὴ φορεῖς τὴν ἁλουργίδα καὶ τὸ διάδημα νομίζεις ὅτι δὲν ἀποθνῄσκεις καὶ σὺ μεθαύριον, νὰ γίνῃς σκωλήκων βρῶμα καὶ κόνις ἄχρηστος; Εἷς εἶναι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δεσπότης, ὁ Δημιουργὸς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Πῶς θὰ τολμήσῃς λοιπὸν νὰ ἴδῃς μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σου τὸν Ὕψιστον; Μὲ ποίους πόδας θὰ περιπατήσῃς τὸ ἅγιον ἔδαφος τοῦ Ναοῦ του; Πῶς θὰ ὑψώσῃς εἰς προσευχὴν τὰς χεῖράς σου, αἵτινες εἰσέτι στάζουσιν ἀπὸ τὸ αἷμα ἐκείνων τῶν ἀδίκων φόνων, τοὺς ὁποίους ἐτέλεσας; Πῶς θὰ τολμήσῃς νὰ κοινωνήσῃς τὸ πανάγιον Σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, χωρὶς νὰ κλαύσῃς τὴν ἀνομίαν σου καὶ νὰ κάμῃς τὴν πρέπουσαν ἱκανοποίησιν καὶ μετάνοιαν; Ὕπαγε λοιπὸν καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς τὸν Ναόν, ἵνα μὴ αὐξήσῃς μὲ τοιαύτην καταφρόνησιν τὴν προτέραν σου παρανομίαν καὶ δέχου τοῦτον τὸν δεσμὸν τοῦ κανόνος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης γίνεται σύμψηφος μὲ τὸν ἑαυτόν μου».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ὡς εὐλαβὴς καὶ ἐγγράμματος ὅπου ἦτο, δὲν ἐσκανδαλίσθη ποσῶς, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ποῖα πράγματα εἶναι ἴδια τῶν Ἱερέων καὶ ποῖα τῶν βασιλέων· ὅθεν στενάζων ἐκ βάθους καρδίας καὶ δακρύων, ἐστράφη εἰς τὰ βασίλεια. Ἦτο δὲ τότε ἡ Ἁγία Ἀνάστασις καὶ διῆλθον μῆνες ὀκτώ, ἕως οὗ ἔφθασεν ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὁ δὲ Θεοδόσιος ἐκάθητο εἰς τὸ παλάτιον, κλαίων βαρύτατα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν οὕτω κλαίοντα ἄρχων τις σπουδαῖος Ρουφῖνος ὀνόματι, ἠρώτησε τὴν αἰτίαν τῆς τοσαύτης θλίψεως. Ὁ δὲ πικρῶς στενάξας, ἔχυσε θερμότατα δάκρυα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Σὺ μὲν ἔχεις χαρὰν καὶ παιγνίδια καὶ δὲν γνωρίζεις τὴν θλῖψιν μου· ἐγὼ δὲ στενάζω καὶ κλαίω πικρῶς τὴν ἰδικήν μου συμφοράν, ἀναλογιζόμενος ὅτι οἱ δοῦλοι μου καὶ πάντες οἱ πένητες εἰσέρχονται ἀφόβως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ προσεύχονται εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν, εἰς ἐμὲ δὲ ἐκλείσθη ἡ θύρα, ὄχι μόνον αὐτὴ ἡ ἐπίγειος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶμαι ἐξωρισμένος διὰ τὴν μεγίστην παρανομίαν μου».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι ἅμα τῇ χειροτονίᾳ τοῦ Ἁγίου εἰς Ἐπίσκοπον ἀπηύθυνε πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴν ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἐπίσκοπος τότε Καισαρείας, ἐν τῇ ὁποίᾳ μεταξὺ ἄλλων γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ οὐ παρὰ ἀνθρώπων παρέλαβες ἢ ἐδιδάχθης τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτός σε ὁ Κύριος ἀπὸ τῶν κριτῶν τῆς γῆς, ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῶν Ἀποστόλων μετέθηκε…». (Ἐπιστ. 197, ἐν Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ Migne, τόμ. 32, στ. 909-913).

[2] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Βασιλέως Θεοδοσίου γεραίρει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Αʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[3] Τὴν μνήμην αὐτῆς γεραίρει ἡ Ἐκκλησία τὴν ιδʹ (14ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου γεραίρει ἡ Εκκλησία τὴν ιθʹ (19ην) Ἰουνίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[5] Οἱ Μαρκομάννοι ἦσαν ἰσχυρὸς Γερμανικὸς λαὸς κατοικῶν τότε περὶ τὴν σημερινὴν Βαυαρίαν.

[6] Ἐν τῷ «Παραδείσῳ» γράφεται ἐσφαλμένως ὅτι ἦτο ἐτῶν ὀγδοήκοντα.