Μεθ’ ἡμέρας δέ τινας ἐπῆγεν ὁ Θεοδόσιος εἰς τὰ Μεδιόλανα καὶ θέλων νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Ναὸν διὰ νὰ ἀκούσῃ τὴν λειτουργίαν κατὰ τὴν συνήθειαν, ἐπρόλαβε μακρόθεν ὁ Ἅγιος καὶ δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ εἰσέλθῃ οὔτε κἂν εἰς τὸν νάρθηκα, ἀλλ’ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἄραγε δὲν γνωρίζεις τὴν μεγάλην ἐκείνην μιαιφονίαν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσες; ἢ μήπως ἡ ἀξία τῆς βασιλείας δὲν ἀφήνει νὰ γνωρίσῃς τὴν ἁμαρτίαν σου; πρέπει νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε, ὅτι ὅλοι μας ἔχομεν κοινὴν τὴν φύσιν καὶ ἕνα Προπάτορα. Πλούσιοι καὶ πένητες ἀπὸ ἓν χῶμα ἐπλάσθημεν καὶ πάλιν εἰς αὐτὸ ἐπιστρέφομεν, ἕως τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Μήπως, ἐπειδὴ φορεῖς τὴν ἁλουργίδα καὶ τὸ διάδημα νομίζεις ὅτι δὲν ἀποθνῄσκεις καὶ σὺ μεθαύριον, νὰ γίνῃς σκωλήκων βρῶμα καὶ κόνις ἄχρηστος; Εἷς εἶναι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δεσπότης, ὁ Δημιουργὸς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Πῶς θὰ τολμήσῃς λοιπὸν νὰ ἴδῃς μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σου τὸν Ὕψιστον; Μὲ ποίους πόδας θὰ περιπατήσῃς τὸ ἅγιον ἔδαφος τοῦ Ναοῦ του; Πῶς θὰ ὑψώσῃς εἰς προσευχὴν τὰς χεῖράς σου, αἵτινες εἰσέτι στάζουσιν ἀπὸ τὸ αἷμα ἐκείνων τῶν ἀδίκων φόνων, τοὺς ὁποίους ἐτέλεσας; Πῶς θὰ τολμήσῃς νὰ κοινωνήσῃς τὸ πανάγιον Σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, χωρὶς νὰ κλαύσῃς τὴν ἀνομίαν σου καὶ νὰ κάμῃς τὴν πρέπουσαν ἱκανοποίησιν καὶ μετάνοιαν; Ὕπαγε λοιπὸν καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς τὸν Ναόν, ἵνα μὴ αὐξήσῃς μὲ τοιαύτην καταφρόνησιν τὴν προτέραν σου παρανομίαν καὶ δέχου τοῦτον τὸν δεσμὸν τοῦ κανόνος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης γίνεται σύμψηφος μὲ τὸν ἑαυτόν μου».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ὡς εὐλαβὴς καὶ ἐγγράμματος ὅπου ἦτο, δὲν ἐσκανδαλίσθη ποσῶς, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ποῖα πράγματα εἶναι ἴδια τῶν Ἱερέων καὶ ποῖα τῶν βασιλέων· ὅθεν στενάζων ἐκ βάθους καρδίας καὶ δακρύων, ἐστράφη εἰς τὰ βασίλεια. Ἦτο δὲ τότε ἡ Ἁγία Ἀνάστασις καὶ διῆλθον μῆνες ὀκτώ, ἕως οὗ ἔφθασεν ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὁ δὲ Θεοδόσιος ἐκάθητο εἰς τὸ παλάτιον, κλαίων βαρύτατα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν οὕτω κλαίοντα ἄρχων τις σπουδαῖος Ρουφῖνος ὀνόματι, ἠρώτησε τὴν αἰτίαν τῆς τοσαύτης θλίψεως. Ὁ δὲ πικρῶς στενάξας, ἔχυσε θερμότατα δάκρυα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Σὺ μὲν ἔχεις χαρὰν καὶ παιγνίδια καὶ δὲν γνωρίζεις τὴν θλῖψιν μου· ἐγὼ δὲ στενάζω καὶ κλαίω πικρῶς τὴν ἰδικήν μου συμφοράν, ἀναλογιζόμενος ὅτι οἱ δοῦλοι μου καὶ πάντες οἱ πένητες εἰσέρχονται ἀφόβως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ προσεύχονται εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν, εἰς ἐμὲ δὲ ἐκλείσθη ἡ θύρα, ὄχι μόνον αὐτὴ ἡ ἐπίγειος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶμαι ἐξωρισμένος διὰ τὴν μεγίστην παρανομίαν μου».