Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς τῆς Ἀνατολῆς Ἰοβιανός, ὁ δὲ Οὐαλεντινιανὸς ἔφερεν ἀπὸ τὴν Παννονίαν τὸν γνήσιον αὐτοῦ ἀδελφὸν Οὐάλεντα καὶ τοῦ ἔδωκε τὴν κυβέρνησιν ὅλης τῆς Ἀνατολῆς, ἤτοι νὰ ὁρίζῃ τὸ Βυζάντιον, τὴν Θρᾴκην, τὴν Αἴγυπτον καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος. Ὁ δὲ Οὐαλεντινιανὸς παρέμεινεν εἰς τὴν Δύσιν, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, καὶ ἐκήρυττε πανταχοῦ τὴν εὐσέβειαν, ἐξοστρακίζων, ὅσον ἠδύνατο, τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο βεβυθισμένος καὶ ὁ τότε Ἀρχιερεὺς τῶν Μεδιολάνων Αὐξέντιος· ὅθεν ὁ Κύριος ἔκοψε τὴν ζωὴν αὐτοῦ καὶ κακῶς ἐτελεύτησε. Τότε ὁ εὐσεβέστατος βασιλεύς, προσκαλέσας τοὺς Ἐπισκόπους ὅλους τῆς Ἰταλίας, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Γνωρίζετε καλῶς, Πατέρες σεβασμιώτατοι, καθὸ ἀνατεθραμμένοι μὲ θεῖα καὶ ἱερὰ μαθήματα, ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἔχων ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα, ἤτοι ὄχι μόνον μὲ λόγον, ἀλλὰ καὶ μὲ πολιτείαν ἐνάρετον νὰ διορθώνῃ τὸ ποίμνιον, νὰ τὸ ὁδηγῇ πρὸς νομὴν σωτήριον καὶ νὰ ἔχῃ μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας τὴν πολιτείαν του. Τοιοῦτον λοιπὸν ἄνθρωπον ἐκλέξατε διὰ τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον, ἵνα καὶ ἡμεῖς, οἵτινες κυβερνῶμεν τὴν βασιλείαν, ὑποκλίνωμεν εἰς αὐτὸν μετὰ προθυμίας τὰς κεφαλάς μας καὶ δεχώμεθα μετ’ εὐχαριστήσεως τοὺς ἐλέγχους αὐτοῦ ὡς ἰατρικὴν θεραπείαν· διότι ὡς ἄνθρωποι σφάλλομεν καὶ ἡμεῖς κατ’ ἀνάγκην».

Ταῦτα λέγοντος τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, ἡ Σύνοδος ὅλη παρεκάλεσαν νὰ ψηφίσῃ αὐτὸς τὸν μέλλοντα Ἀρχιερέα, ὡς σοφὸς ὅπου ἦτο καὶ εὐσεβέστατος. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τοῦτο τὸ ἐπιχείρημα εἶναι ἔξω τῆς ἡμετέρας δυνάμεως, διότι σεῖς εἶσθε ἠξιωμένοι θείας Χάριτος, καθότι ἐδέχθητε τὴν ἀκτῖνα ἐκείνην τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ διὰ τοῦτο θέλετε κάμει ἐκλογὴν καλλιτέραν». Οὕτω λοιπὸν οἱ μὲν Ἀρχιερεῖς ἐξελθόντες ἀπὸ τὰ βασίλεια διελογίζοντο περὶ τοῦ ἐκλεκτέου. Οἱ δὲ λαϊκοί, οἵτινες κατῴκουν τὰ Μεδιόλανα, ἐφιλονείκουν μεταξύ των, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ἀρειανοί, θέλοντες ἑκάστη παράταξις νὰ ψηφίσῃ τὸν ἰδικόν της ὁμόφρονα. Ὁ δὲ θεῖος καὶ θαυμαστὸς Ἀμβρόσιος, διαλάμπων τὸν καιρὸν ἐκεῖνον μὲ τὰς καλάς του ἀρετάς, ἀμέμπτως καὶ εὐσεβῶς πολιτευόμενος καὶ πεπαιδευμένος τόν τε θεῖον καὶ πολιτικὸν νόμον, ἔκρινε τὰς ὑποθέσεις ἑκάστου ὀρθὰ καὶ δίκαια καὶ καθολικὰ ἦτο ἀκριβὴς ἔλεγχος πάσης κακῆς πράξεως καὶ στάθμη τῆς διακρίσεως, καίτοι ἦτο ἀμέτοχος τοῦ θείου Βαπτίσματος, διότι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον δὲν ἐβαπτίζοντο, ἕως νὰ φθάσουν εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ Χριστοῦ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι ἅμα τῇ χειροτονίᾳ τοῦ Ἁγίου εἰς Ἐπίσκοπον ἀπηύθυνε πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴν ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἐπίσκοπος τότε Καισαρείας, ἐν τῇ ὁποίᾳ μεταξὺ ἄλλων γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ οὐ παρὰ ἀνθρώπων παρέλαβες ἢ ἐδιδάχθης τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτός σε ὁ Κύριος ἀπὸ τῶν κριτῶν τῆς γῆς, ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῶν Ἀποστόλων μετέθηκε…». (Ἐπιστ. 197, ἐν Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ Migne, τόμ. 32, στ. 909-913).

[2] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Βασιλέως Θεοδοσίου γεραίρει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Αʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[3] Τὴν μνήμην αὐτῆς γεραίρει ἡ Ἐκκλησία τὴν ιδʹ (14ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου γεραίρει ἡ Εκκλησία τὴν ιθʹ (19ην) Ἰουνίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[5] Οἱ Μαρκομάννοι ἦσαν ἰσχυρὸς Γερμανικὸς λαὸς κατοικῶν τότε περὶ τὴν σημερινὴν Βαυαρίαν.

[6] Ἐν τῷ «Παραδείσῳ» γράφεται ἐσφαλμένως ὅτι ἦτο ἐτῶν ὀγδοήκοντα.