Ἀκούσας λοιπὸν τὴν στάσιν τοῦ λαοῦ καὶ τὴν φιλονικίαν καὶ φοβηθεὶς μήπως γίνῃ νεωτερισμός τις, ἔρχεται εἰς τὰ Μεδιόλανα ταχέως καὶ μὲ τὴν πολλὴν αὐτοῦ γνῶσιν ἔπαυσε τὰ σκάνδαλα, λέγων πρὸς τὸν λαόν, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ ὁ Ἀρχιερεὺς μὲ στάσιν καὶ σύγχυσιν, ἀλλὰ νὰ προκρίνουν τὸν ἐναρετώτερον ὅλων, διὰ νὰ εἶναι ἄξιος νὰ ποιμαίνῃ τὰ λογικὰ θρέμματα. Οἱ δὲ ταῦτα καὶ ἕτερα πλείονα ἀκούσαντες παρ’ αὐτοῦ ψυχοσωτήρια λόγια, ἀπεκρίθησαν, φωτισθέντες ἐκ θείου Πνεύματος, ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἦτο ἀξιώτερος αὐτοῦ διὰ νὰ γίνῃ Ἐπίσκοπος. Ὅθεν ὅλοι ἐβόησαν πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι τὸν Ἀμβρόσιον ἤθελον δι’ ὁδηγὸν καὶ Ποιμένα των. Εὐθὺς τότε ὁ βασιλεύς, ἰδὼν τὸν σοφώτατον καὶ ἀξιέπαινον τοῦτον ἄνδρα καὶ γνωρίζων ὅτι οὗτος ἦτο ζυγὸς καὶ στάθμη δικαιοσύνης ἀμίμητος, προσέταξε νὰ τὸν βαπτίσουν καὶ νὰ τὸν χειροτονήσουν. Ὁ δὲ Ἀμβρόσιος, ταῦτα ἀκούσας, ἀνεχώρησε, προφασιζόμενος ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος τοιαύτης ἐπιχειρήσεως καὶ διὰ νὰ μὴ τοῦ δώσουν περὶ τούτου ἄλλην ἐνόχλησιν, ἐξῆλθε τὸ ἑσπέρας τῆς πόλεως μὲ σκοπὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλην χώραν νὰ κρυφθῇ διὰ νὰ μὴ τὸν εὑρίσκωσι καὶ τὸν πειράζωσιν.
Ὁ Κύριος ὅμως, ὅστις ἤθελε νὰ τεθῇ ὁ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ νὰ φωτίσῃ τοὺς ἐν σκότει καθεύδοντας, τί ᾠκονόμησεν; Περιπατῶν ὁ Ἅγιος ὅλην τὴν νύκτα (ἦτο δὲ τότε ἡ πρώτη τοῦ Δεκεμβρίου) εὑρέθη πάλιν τὴν πρωΐαν, ὤ τοῦ θαύματος! ἔξωθεν τῶν τειχῶν τῆς πόλεως τῶν Μεδιολάνων. Οἱ δὲ εὐλαβέστεροι τῶν Χριστιανῶν, ὅσοι ἐξῆλθον κατόπιν αὐτοῦ εἰς ἀναζήτησίν του, εὑρόντες αὐτόν, τὸν ἀπήγαγον βιαίως εἰς τὴν Μητρόπολιν καὶ ἀνέφερον τὸ γεγονὸς εἰς τὸν βασιλέα, δεόμενοι τούτου νὰ τὸν ψηφίσῃ διὰ γράμματος καὶ νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ μὴ παρακούσῃ, ἀλλὰ νὰ δεχθῇ τὴν ἀξίαν. Χαρεὶς ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν εὕρεσιν τοῦ Ἀμβροσίου, ἀλλὰ καὶ διότι τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους αὐτὸς ἐψήφιζεν εἰς ἡγεμονίαν, ἔκρινεν ὁ λαὸς ἀξίους τῆς Μητροπόλεως, ἔγραψεν εὐθὺς μετὰ πάσης χαρᾶς τὴν ψῆφον, προστάσσων νὰ τὸν τελειώσουν τὸ ταχύτερον. Γνωρίσας δὲ καὶ ὁ Ἅγιος, ὅτι ἦτο Θεοῦ θέλημα, ἔστερξε καὶ βαπτισθεὶς καὶ χειροτονηθεὶς κατὰ τὴν τάξιν, ἔλαβε τὴν ἀρχιερατικὴν χάριν τῇ 7ῃ Δεκεμβρίου ἐν ἔτει 374 [1]. Ἦτο δὲ παρὼν εἰς πάντα ταῦτα ὁ βασιλεὺς καὶ ἀφοῦ τὸν ἐνεθρόνισεν εἰς τὸν μέγιστον θρόνον τῆς Μητροπόλεως, ἔκαμε τὴν εὐχαριστήριον ταύτην δέησιν πρὸς τὸν Κύριον λέγων· «Εὐλογημένον καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου, Δέσποτα Παντοκράτορ Σωτὴρ ἡμῶν, ὅτι εἰς τὸν θεῖον τοῦτον ἄνδρα ἐγὼ μὲν παρέδωσα σώματα ἀνθρώπων πρὸς κυβέρνησιν, Σὺ δὲ τοῦ ἐνεπιστεύθης ψυχὰς ἀθανάτους πρὸς καθοδήγοσιν, ἀποδείξας οὕτω δικαίας τὰς ψήφους μου».