Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Εἶχε δὲ καὶ ἄλλην ἀφορμὴν ὠφελείας οὗτος ὁ βασιλεύς· ἦτο δὲ αὕτη ἡ σύζυγός του, ἡ τιμία Πλακίλλα, ἡ ὁποία τοῦ ὑπενθύμιζε πάντοτε τοὺς θείους νόμους διὰ τῶν λόγων καὶ διὰ τῶν πράξεων. Διότι αὐτὴ ἡ ἀείμνηστος δὲν ὑπερηφανεύθη ποτὲ διὰ τὴν ἀξίαν τῆς βασιλείας, ἀλλὰ περισσότερον ἀνεζωπύρει αὕτη τὴν θείαν ἀγάπην εἰς τὴν καρδίαν της, ἐπειδὴ ἡ μεγάλη εὐεργεσία, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεόν, ηὔξανε μᾶλλον τὸν πρὸς Αὐτὸν ἔρωτα· ὅθεν ἐφρόντιζε διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ὅλους τῆς Πόλεως, τυφλούς, κεκρατημένους, παραλύτους καὶ ἄλλους ἀσθενεῖς, εἰς τῶν ὁποίων τὰς οἰκίας ἐπήγαινε μόνη της καὶ τοὺς ὑπηρέτει ἡ τρισμακάριστος εἰς ὅλα τὰ χρειαζόμενα. Δὲν ἠρκεῖτο δὲ μὲ τὸ νὰ στείλῃ τοὺς δορυφόρους καὶ τοὺς δούλους της, ἀλλ’ αὐτὴ διὰ μισθὸν περισσότερον ἀπήρχετο εἰς τὰ ξενοδοχεῖα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἐθεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Ἐμαγείρευεν, ἔπλυνε τὰ ἀγγεῖα καὶ πᾶσαν ἄλλην δουλικὴν ὑπηρεσίαν ταπεινῶς κατεδέχετο. Εἶχε δὲ καὶ ἄλλην συνήθειαν, νὰ λέγῃ ταῦτα πολλάκις πρὸς τὸν ὁμόζυγον· «Πρέπει σου, ἄνερ, νὰ συλλογίζεσαι πάντοτε ὁποῖος ἦσο πρότερον καὶ πῶς κατέστης τὸ ὕστερον, διότι αὐτὰ ἐνθυμούμενος, δὲν θέλεις φανῆ πρὸς τὸν εὐεργέτην Θεὸν ἀχάριστος, ἀλλὰ θέλεις κυβερνήσει νομίμως τὴν βασιλείαν, τὴν ὁποίαν Ἐκεῖνος σοὶ ἔδωκε καὶ οὕτω νὰ τὸν εὐχαριστῇς καθὼς πρέπει». Οὕτω λοιπὸν θεαρέστως πολιτευομένη ἡ μακαρία Πλακίλλα ἀπῆλθε πρὸς Κύριον [3].

Ὁ θαυμάσιος Ἀμβρόσιος κατέβαλλε κόπους μεγάλους ἐπιστρέφων τοὺς αἱρετικούς, ὡς ἄνωθεν εἴπομεν καὶ καθ’ ἑκάστην ἐπίστευον πολλοί, βλέποντες τὴν ἔνθεον αὐτοῦ πολιτείαν καὶ τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐτέλει ὁ Κύριος διὰ μέσου αὐτοῦ καὶ ἐθεραπεύοντο ἀσθενεῖς, δαίμονες ἐδιώκοντο καὶ ἕτερα ἐνηργοῦντο παράδοξα, τὰ ὁποῖα βλέποντες ἔτρεχον πολλοὶ εἰς τὴν Πίστιν. Δὲν ἔκαμνε σχεδὸν ἄλλην ὑπηρεσίαν, μόνον ἐβάπτιζε τοὺς πιστεύοντας, εἷς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦτο καὶ ὁ σοφώτατος καὶ θεολογικώτατος Αὐγουστῖνος, τὸν ὁποῖον αὐτὸς κατήχησε μὲ τὴν πολλήν του σοφίαν καὶ σύνεσιν. Ἦτο δὲ πρότερον ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος βεβυθισμένος εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν Μανιχαίων καὶ μὲ τὰς διδαχάς του τὸν ἔκαμεν ὁ Ἀμβρόσιος νὰ πιστεύσῃ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ βαπτισθῇ ὑπ’ αὐτοῦ, ἔγινε δὲ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος [4] τοσοῦτον ἐνάρετος καὶ μέγας ὑπέρμαχος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ἐχειραγώγησε πολλοὺς πρὸς τὴν εὐσέβειαν μὲ τὰς διδαχάς του καὶ μὲ τὰ πάνσοφα συγγράμματά του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι ἅμα τῇ χειροτονίᾳ τοῦ Ἁγίου εἰς Ἐπίσκοπον ἀπηύθυνε πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴν ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἐπίσκοπος τότε Καισαρείας, ἐν τῇ ὁποίᾳ μεταξὺ ἄλλων γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ οὐ παρὰ ἀνθρώπων παρέλαβες ἢ ἐδιδάχθης τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτός σε ὁ Κύριος ἀπὸ τῶν κριτῶν τῆς γῆς, ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῶν Ἀποστόλων μετέθηκε…». (Ἐπιστ. 197, ἐν Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ Migne, τόμ. 32, στ. 909-913).

[2] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Βασιλέως Θεοδοσίου γεραίρει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Αʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[3] Τὴν μνήμην αὐτῆς γεραίρει ἡ Ἐκκλησία τὴν ιδʹ (14ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου γεραίρει ἡ Εκκλησία τὴν ιθʹ (19ην) Ἰουνίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[5] Οἱ Μαρκομάννοι ἦσαν ἰσχυρὸς Γερμανικὸς λαὸς κατοικῶν τότε περὶ τὴν σημερινὴν Βαυαρίαν.

[6] Ἐν τῷ «Παραδείσῳ» γράφεται ἐσφαλμένως ὅτι ἦτο ἐτῶν ὀγδοήκοντα.