Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Ἀπερχόμενος ἡμέραν τινὰ ὁ μέγας οὗτος Ἀμβρόσιος πρὸς τὴν Ρώμην διά τινα ὑπόθεσιν, ἐνυκτώθη καθ’ ὁδὸν καὶ ἔμεινεν εἰς τὸν οἶκον πλουσίου τινὸς ἀνδρός, ὅστις ἀνέπαυσεν ὅλους, τὸν Ἀρχιερέα καὶ τοὺς συνοδεύοντας αὐτὸν Κληρικούς, πλουσιοπαρόχως. Τὸ πρωῒ τὸν ἠρώτησεν ὁ Ἅγιος ἐὰν ἐδοκίμασε θλῖψίν τινα καθ’ ὅλην του τὴν ζωήν. Ταῦτα δὲ εἶπε, διότι εἶδεν ὅτι εἶχε πλοῦτον ἀνείκαστον. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Δι’ εὐχῶν σου, Δέσποτα Ἅγιε, οὐδέποτε μὲ ἐλύπησεν ὁ Θεός, οὔτε μὲ ἐζημίωσεν οὐδόλως, οὔτε γνωρίζω τὶ εἶναι ἀσθένεια· ἀλλὰ καὶ πολλὰς δωρεὰς μοῦ ἀπέστειλεν ὁ Πανάγαθος, πλοῦτον, δόξαν, τέκνα καὶ πᾶσαν ἄλλην ἀπόλαυσιν». Ὁ δὲ Ἅγιος ἀκούσας ταῦτα ἐδάκρυσε καὶ λέγει πρὸς τοὺς Κληρικούς· «Ἐγέρθητε ταχέως νὰ φύγωμεν ἀπὸ τὸν κατηραμένον τοῦτον οἶκον, διὰ νὰ μὴ μᾶς προφθάσῃ ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ». Ἰδὼν δὲ ὅτι ἠμέλουν νὰ ἑτοιμάσουν τοὺς ἵππους, τοὺς ἐπρόσταξεν ἐντονώτερα νὰ φύγουν τὸ συντομώτερον. Παρευθὺς δὲ ὡς ἀνεχώρησαν καὶ πρὸ τοῦ νὰ διατρέξωσιν οὔτε ἓν στάδιον (ὤ τῶν θαυμασίων σου, Δέσποτα!) ἤνοιξεν ἡ γῆ καὶ κατέπιε τὴν οἰκίαν ἐκείνην μὲ τὸν πλούσιον καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ τὸν πλοῦτον του.

Θαυμάσαντες οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Ἅγιον διὰ τὸ φοβερὸν αὐτὸ συμβεβηκός, ἠρώτησαν αὐτὸν πῶς τὸ ἐγνώρισεν. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Γνωρίζετε βέβαια, ὅτι ὅταν ἔχῃ τις θλίψεις, διαφόρους πειρασμοὺς καὶ βάσανα, ὁ Κύριος εἶναι μετ’ αὐτοῦ καὶ τὸν τιμωρεῖ ὡς τέκνον του ἠγαπημένον διὰ τὰ παραμικρὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα ἔπραξε, διὰ νὰ τὸν δοξάσῃ ὕστερον είς τὴν Βασιλείαν αὐτοῦ αἰώνια. Ὅταν δὲ πάλιν ἔχῃ τις εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ἀπόλαυσιν ἄλυπον, ὑγείαν, εὐημερίαν καὶ ἄλλα ὅμοια, ἄνευ τιμωριῶν καὶ θλίψεων, εἶναι σημεῖον τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἀψευδέστατον, διότι εἶναι παρωργισμένος ὁ δίκαιος Κριτὴς κατ’ αὐτοῦ καὶ τὸν ἔχει ἀποφασισμένον, διὰ τὰς πράξεις του, εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, τοῦ δίδει δὲ ἐδῶ ἀπόλαυσιν πρόσκαιρον διὰ μικράς τινας ἀγαθοεργίας, τὰς ὁποίας ἐτέλεσεν. Ἐπ’ ἀληθείας, ἀδελφοί, ἔπρεπε νὰ θρηνῶμεν ἀπαρηγόρητα, ὅταν δὲν μᾶς ἔρχωνται πειρασμοὶ καὶ βάσανα, καὶ πάλιν, ὅταν μᾶς παιδεύῃ ὁ δίκαιος Κριτὴς καὶ πάνσοφος Ἰατρός, πρέπει ὄχι μόνον νὰ ὑπομένωμεν τοὺς πόνους καρτερικῶς, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῶμεν χρεωστικῶς, ὅπως καὶ τοὺς σωματικοὺς ἰατρούς, τοὺς ὁποίους πληρώνομεν νὰ κόψουν καὶ νὰ καύσουν τὰ μέλη μας διὰ τὴν ἐλπιζομένην ὑγείαν καὶ σωτηρίαν μας».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι ἅμα τῇ χειροτονίᾳ τοῦ Ἁγίου εἰς Ἐπίσκοπον ἀπηύθυνε πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴν ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἐπίσκοπος τότε Καισαρείας, ἐν τῇ ὁποίᾳ μεταξὺ ἄλλων γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ οὐ παρὰ ἀνθρώπων παρέλαβες ἢ ἐδιδάχθης τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτός σε ὁ Κύριος ἀπὸ τῶν κριτῶν τῆς γῆς, ἐπὶ τὴν προεδρίαν τῶν Ἀποστόλων μετέθηκε…». (Ἐπιστ. 197, ἐν Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ Migne, τόμ. 32, στ. 909-913).

[2] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Βασιλέως Θεοδοσίου γεραίρει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Αʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[3] Τὴν μνήμην αὐτῆς γεραίρει ἡ Ἐκκλησία τὴν ιδʹ (14ην) Σεπτεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου γεραίρει ἡ Εκκλησία τὴν ιθʹ (19ην) Ἰουνίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[5] Οἱ Μαρκομάννοι ἦσαν ἰσχυρὸς Γερμανικὸς λαὸς κατοικῶν τότε περὶ τὴν σημερινὴν Βαυαρίαν.

[6] Ἐν τῷ «Παραδείσῳ» γράφεται ἐσφαλμένως ὅτι ἦτο ἐτῶν ὀγδοήκοντα.