Τῇ ΛΑ’ (31ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας ΜΕΛΑΝΗΣ τῆς Ρωμαίας.

ἡ δὲ Ἁγία ἐκοίταξεν ὅλον τὸ κελλίον καὶ δὲν εὗρεν ἄλλο τίποτε, παρὰ μίαν ψάθην εἰς τὴν ὁποίαν ἐκοιμᾶτο καὶ μίαν σπυρίδα, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχεν ὀλίγον ἅλας· εἰς αὐτὸ λοιπὸν ἔβαλεν ὀλίγον χρυσίον καὶ τὸ ἐσκέπασε μὲ τὸ ἅλας διὰ νὰ μὴ τὸ εὕρῃ ἐπὶ ὀλίγας ἡμέρας καὶ οὕτω λαβόντες συγχώρησιν, ἀνεχώρησαν. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπὸ θείαν Χάριν ἢ καὶ ἀπὸ τὴν γνῶσίν του ἠννόησε τὴν ὑπόθεσιν, καὶ λαβὼν τὰ χρήματα ἔδραμε σπουδαίως καὶ τοὺς ἔφθασε, ἐφώναξε δὲ πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ μακρόθεν· «Λάβετε τὰ χρήματα, διότι δὲν τὰ χρειάζομαι». Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Δός τα εἰς ἄλλον τινὰ ὅποιος τύχῃ». Τοὺς λέγει ὁ Ὅσιος· «Ἐδῶ εἶναι ἔρημος, καὶ δὲν ἔρχεται κανείς, μόνον λάβετέ τα δι’ ἀγάπην Θεοῦ, νὰ μὴ μὲ συγχύζουσιν». Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἀσκητής, ὅτι δὲν ἤθελαν νὰ τὰ λάβωσι, τὰ ἔρριψεν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἐπέστρεψεν. Ὄχι δὲ μόνον τοῦτον τὸν θαυμάσιον Ἡφαιστίωνα, ἀλλὰ καὶ ἄλλους πολλοὺς εὗρον, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐδέχοντο χάρισμα, ἀλλὰ ἔφευγον ἀπὸ τὸν χρυσόν, ὡς ἀπὸ ὄφεις οἱ τρισμακάριοι.

Ἀναχωρήσαντες δὲ καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀπῆλθον εἰς Ἀλεξάνδρειαν καὶ εἰς το ὄρος τῆς Νιτρίας, νὰ ἐπισκεφθῶσι καὶ τοὺς ἐκεῖ θαυμαστοὺς Ἁγίους Πατέρας, ἤτοι τοὺς Ἀββάδες Παμβῶ, Σεραπίωνα, Παφνούτιον, Ἰσίδωρον τὸν Ἐπίσκοπον Ἑρμουπόλεως καὶ Διόσκορον, καὶ εἰς ταύτην τὴν ἔρημον ἐστάθη μετ’ αὐτῶν μῆνας ἕξ, διὰ νὰ ἴδῃ ὅλους τοὺς Ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Ἔπειτα ἀφοῦ τοὺς ἐξώρισεν ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ Παλαιστίνης, ὄχι μόνον αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἄλλους, τὸν ἀριθμὸν ρ’ (100) μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν Ἀρχιερεῖς δώδεκα (12), ἠκολούθησεν αὐτοὺς ἡ Ὁσία Μελάνη μὲ τοὺς ἀνθρώπους της καὶ τοὺς ὑπηρέτει εἰς ὅλας τὰς ἀνάγκας, ἐξοδεύουσα ἀπὸ τὸν πλοῦτον αὐτῆς, ὁ δὲ ὑπηρέτης τοῦ ἐπάρχου τὴν ἠμπόδιζεν. Ὅθεν μὴ δυναμένη νὰ τοὺς ὑπηρετῇ φανερὰ ἐνεδύθη ἀνδρικὰ ἱμάτια καὶ τοὺς ἐπεριποιεῖτο. Τοῦτο μαθὼν ὁ ἔπαρχος τῆς Παλαιστίνης προσέταξε νὰ τὴν δείρουν καὶ νὰ τὴν φυλακίσουν, διότι δὲν ἐγνώριζε ποία ἦτο, ἡ δὲ Ἁγία διεμήνυσεν εἰς αὐτὸν τίνος ἦτο γυνὴ καὶ τίνος θυγάτηρ, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ἦτο ἐνδεδυμένη τόσον πενιχρὰ διὰ ταπείνωσιν. Ὁ δὲ ἔπαρχος ταῦτα ἀκούσας καὶ φοβηθείς, ἀπέλυσεν αὐτὴν ζητῶν συγχώρησιν· τῆς ἔδωκε δὲ καὶ ἄδειαν νὰ βοηθῇ τοὺς Ἁγίους ὡς ἤθελε καὶ οὕτω τοὺς ὑπηρέτησεν ἕως οὗ ἐλυτρώθησαν ἀπὸ τὴν ἐξορίαν οἱ Ἅγιοι μὲ βασιλικὸν πρόσταγμα καὶ ἐπέστρεψεν ἕκαστος εἰς τὸ κελλίον του.