Τῇ ΛΑ’ (31ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας ΜΕΛΑΝΗΣ τῆς Ρωμαίας.

Τότε ἡ πάνσοφος Μελάνη εὑρίσκουσα ἐκ τοῦ λόγου τοῦ θείου της πρόφασιν, ἀπεκρίνατο· «Λάβε λοιπὸν καὶ σύ, μακάριε και προσφιλέστατε θεῖέ μου, ψυχωφελὲς παράδειγμα ἀπὸ ἐμέ· διότι δὲν θὰ κατεφρόνουν ἐγὼ τόσην δόξαν, τὴν ὁποίαν εἶχα καὶ τόσον πλοῦτον ἀμέτρητον, καὶ δὲν θὰ ἐβασάνιζα τὴν σάρκα μου ἄσπλαγχνα, ἐὰν δὲν ἤλπιζα νὰ ἀπολαύσω τὰ μέλλοντα ἀγαθά, τὰ ἀληθινὰ καὶ αἰώνια, διὰ τὰ ὁποῖα ὄχι μόνον ἐγώ, ἀλλὰ καὶ ἄλλαι πολλαὶ θυγατέρες βασιλέων καὶ πλούσιοι ἄρχοντες, ἡγεμόνες καὶ αὐτοκράτορες, ἀφῆκαν τὸ βασίλειον ὡς εὐμάραντον καὶ ἀπηρνήθησαν αὐτὰ τὰ ρευστὰ καὶ μάταια, διὰ νὰ κληρονομήσουν τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια». Τοσοῦτον δὲ ἐνουθέτησε καὶ ἐδίδαξε τὸν Βουλοσιανὸν ἡ Ὁσία, ὥστε τὸν κατέπεισε μὲ τὰ πάνσοφα καὶ γλυκύτατα λόγια της νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἀσέβειαν καὶ ἠδυνήθη μία γυναῖκα ἀδύνατος, ὑπὲρ τόσους μεγάλους ἄρχοντας καὶ σοφοὺς διδασκάλους, οἵτινες τὸν ἐδίδαξαν πρότερον καὶ ἐξόχως ὁ μέγας Αὐγουστῖνος· ἀλλὰ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντος καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ βασιλεὺς τῆς Ρώμης πολλὰ τὸν ἐδίδαξαν μὲ νουθεσίας καὶ παραδείγματα διάφορα, ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ κατορθώσωσι τίποτε· μόνον ἡ μακαρία Μελάνη, συνεργούσης τῆς θείας Χάριτος, τὸν ἔφερεν εἰς τοσαύτην μετάνοιαν, ὥστε ἔκλαιε πικρῶς τὴν προτέραν του ἀγνωσίαν συλλογιζόμενος. Ὅθεν ἀφοῦ τὸν κατήχησεν ἱκανῶς καὶ τὸν ἐστερέωσεν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, ἀπῆλθον εἰς τὸν Ἅγιον Πρόκλον, ὅστις ἦτο τότε Ἀρχιεπίσκοπος καὶ τὸν ἐβάπτισε, καὶ μετανοήσας ἐξ ὅλης καρδίας διὰ τὰς ἁμαρτίας του παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, ὁ δὲ Δεσπότης Χριστὸς τὸν συνηρίθμησε μὲ τοὺς ἐργάτας τῆς ἐνδεκάτης ὥρας ὡς πολυέλεος.

Πρῶτον λοιπὸν καλὸν τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἡ Ἁγία ἐκεῖ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἦτο τοῦτο· νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς θεογνωσίαν μὲ εὐκολίαν τὸν θεῖόν της. Δεύτερον καλὸν ἦτο ἡ κατὰ τῶν αἱρετικῶν νίκη της, διότι τότε ἦτο φυτρωμένη εἰς τὸν καλὸν σῖτον καὶ ἡ τοῦ κατηραμένου καὶ δυσσεβοῦς Νεστορίου αἵρεσις, εἰς τὴν ὁποίαν ἦσαν βυθισμένοι πλῆθος ἀμέτρητον. Ἡ δὲ Ἁγία ἔκαμε τοιαύτην διάλεξιν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε τοὺς ἐνίκησε μὲ τὴν σοφίαν τῶν λόγων της καὶ διέλυσεν ὡς ἱστὸν ἀράχνης τὰ σοφίσματα ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τὰ φλυαρήματα ἐκείνων. Ὅθεν ὁ πονηρὸς διάβολος, τοιαύτην αἰσχύνην μὴ ὑποφέρων, μετεμορφώθη ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἐμφανισθεὶς εἰς αὐτὴν τὴν ἐφοβέρισεν, ὅτι θὰ τῆς κάμῃ ὅσα κακὰ δυνηθῇ. Ἀπελθὼν λοιπὸν εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τοῦ παλατίου ἔλεγε πλεῖστα ὅσα ψεύματα διὰ τὴν Ἁγίαν, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἔχουν οὐδόλως εἰς εὐλάβειαν.