Εἶχε δὲ πόθον νὰ κτίσῃ καὶ Μοναστήριον ἀνδρῶν ἀλλὰ δὲν εἶχε χρήματα, ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἔδωσεν εἰς ἐλεημοσύνας, ὁ Θεὸς ὅμως ἐφώτισεν ἄρχοντά τινα καὶ τῆς ἐχάρισε χρήματα ἄμετρα καὶ οὕτως ἔκτισε τὸ Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ἐπλήρωσε Μοναχῶν κατὰ τὸν πόθον αὐτῆς· ἔδωκε δὲ εἰς αὐτοὺς νόμους πῶς νὰ πορεύωνται. Ἐνῷ δὲ ἐμελέτα νὰ ἡσυχάσῃ, διὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὰς φροντίδας, τῆς ἦλθον γράμματα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου τὴν ἐκάλει εἷς θεῖός της, Βουλοσιανὸς καλούμενος, ὅστις ἔγινεν ἔπαρχος τῆς Ρώμης καὶ ἐπήγαινε τότε εἰς τὴν βασσίλισαν Εὐδοκίαν δι’ ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν, τῆς ἔγραφε δὲ ὅτι εἶχε μέγαν πόθον νὰ τὴν ἴδῃ νὰ συνομιλήσωσιν. Ἡ δὲ Ἁγία ἐπόθει μὲν καὶ αὐτὴ νὰ ὑπάγῃ διὰ νὰ τὸν ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν εὐσέβειαν, διότι ἦτο Ἕλλην καὶ μόνον διὰ τὰς ἀνδραγαθίας καὶ τὸν πλοῦτόν του τὸν ἔκαμαν ἔπαρχον, ἀλλὰ πάλιν ἐδειλία, μήπως καὶ δὲν ἦτο Θεοῦ θέλημα νὰ καταφρονήσῃ τὴν ἡσυχίαν τότε εἰς τὸ τέλος της, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ βασίλεια.
Ἠρώτησε λοιπὸν περὶ τούτου Μοναχοὺς ἐναρέτους καὶ τὴν συνεβούλευσαν νὰ μὴ ἀργοπορήσῃ, διότι θὰ ἔκαμνε πολλὴν ὠφέλειαν· ἀνεχώρησε λοιπὸν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπορεύετο διὰ ξηρᾶς, ἀπὸ ὅσας δὲ πόλεις καὶ χώρας διῆλθεν, ἐξήρχετο ὁ εὐσεβὴς λαὸς μετὰ τῶν Ἱερέων καὶ τῶν Ἀρχιερέων καθὼς καὶ Μοναχοὶ καὶ Μοναχαὶ μὲ τιμὴν πολλὴν καὶ τὴν προσεκύνουν μὲ τόσην εὐλάβειαν, ὡς νὰ ἦτο οὐράνιος. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ἐδειλία νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Βυζάντιον, νομίζουσα ἄπρεπον πρᾶγμα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοιαύτην πόλιν πολυάνθρωπον καὶ περίφημον μία Ἀσκήτρια· ἔμεινεν λοιπὸν εἰς τὸν Ναὸν τῆς πανευφήμου Εὐφημίας καὶ προσηύχετο ἕως τὸ μεσονύκτιον, νὰ τὴν φωτίσῃ ὁ Κύριος νὰ πράξῃ τὸ συμφερώτερον, καὶ τότε ἐξῆλθεν εὐωδία θαυμάσιος ἀπὸ τὸν τάφον τῆς Μεγαλομάρτυρος καὶ ἐπλήρωσε τὴν ψυχὴν τῆς Ὁσίας μὲ εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν ἀνεκλάλητον· ὅθεν θάρρος λαβοῦσα, ἀφ’ οὗ ἐξημέρωσε, διῆλθεν εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ εὗρε τὸν Βουλοσιανὸν ἀσθενῆ βαρέως, ὅστις βλέπων τὸ σχῆμα καὶ τὴν μορφήν της ἐθαύμασε τοιαύτην μεταβολὴν παράδοξον· διότι ἀπὸ τὴν πολλὴν ἄσκησιν καὶ κακοπάθειαν ἦτο ἡ ὄψις της ἐξαίσιον θέαμα· ὅθεν ἀπὸ τὴν πολλήν του κατάπληξιν ἐβόησε λέγων· «Ὦ Μελάνη ἠγαπημένη μου! πῶς σὲ ἤξευρα καὶ πῶς κατεστάθης, ἄσχημος καὶ ἄμορφος ἡ πρῴην ὡραία καὶ πάγκαλος!».