ΜΕΛΑΝΗ ἡ μακαρία μήτηρ ἡμῶν ἡ σήμερον ἑορταζομένη ἦτο γέννημα καὶ θρέμμα τῆς περιφήμου μεγαλοπόλεως Ρώμης εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη κατὰ τὸ ἔτος τπγ’ (383), καταγομένη ἀπὸ γένος περιφανέστατον. Οἱ γονεῖς της ἦσαν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄρχοντας πλουσιώτεροι, εὐσεβεῖς καὶ αὐτοὶ καὶ ἐνάρετοι. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ κόρη εἰς ἡλικίαν νόμιμον καὶ οἱ γονεῖς της ἐβούλοντο νὰ τὴν ὑπανδρεύσουν, τοὺς παρεκάλεσε νὰ μὴ τῆς ἀναφέρουν πλέον ὑπόθεσιν γάμων. Αὐτοὶ ὅμως εἶχον πόθον νὰ κάμουν ἀπόγονον, διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὸν πλοῦτόν των. Ὅθεν καὶ μὴ θέλουσαν τὴν ὑπάνδρευσαν, ὅταν ἦτο εἰς τὸ δέκατον τέταρτον ἔτος τῆς ἡλικίας της. Ὁ δὲ νυμφίος ἦτο ἐτῶν δεκαεπτά, Ἀπελλιανὸς ὀνομαζόμενος, καταγόμενος καὶ αὐτὸς ἀπὸ γένος τῶν ὑπάτων εὐγενικώτατον.
Ἡ δὲ θαυμασία Μελάνη καὶ μετὰ τοὺς γάμους εἶχεν ὅλον τὸν νοῦν της εἰς τὴν παρθενίαν καὶ ἐπεθύμει πάρα πολὺ νὰ φέρῃ εἰς αὐτὴν τὴν σώφρονα γνώμην καὶ τὸν νυμφίον της καὶ πολλὰ τὸν παρεκάλεσε, λέγουσα πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα μὲ θερμότατα δάκρυα· «Δέομαί σου, ἠγαπημένε μου, νὰ φυλάξωμεν σωφροσύνην ἀπόκρυφα, χωρὶς, νὰ ἠξεύρῃ ὁ κόσμος τίποτε καὶ χαρὰ εἰς τὴν ψυχήν σου, ἐὰν κατορθώσῃς τοιαύτην ἀρετὴν θεάρεστον· ἐὰν δὲ πάλιν δὲν ἠμπορῇς σὺ νὰ παρθενεύῃς διὰ τὸ νέον τῆς ἡλικίας σου, πορεύου σὺ καθὼς θέλεις καὶ ἐμὲ ἄφες εἰς τὴν ἐξουσίαν μου καὶ σοῦ χαρίζω ὅλην τὴν προῖκά μου, δούλους, χρυσίον, ἱμάτια καὶ τὰ ἐπίλοιπα ἅπαντα, ὅλα ταῦτα σοῦ δίδω, μόνον νὰ μένω παρθένος ἐν ἡσυχίᾳ». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τώρα δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κάμωμεν καθὼς λέγεις, ἕως νὰ γεννήσωμεν κληρονομίαν διὰ τὸν πλοῦτόν μας καὶ τότε σοῦ ὑπόσχομαι καὶ ἐγὼ ἐπ’ ἀληθείας νὰ συγκοινωνήσω εἰς τὴν εὐσεβῆ καὶ ἀγαθὴν γνώμην σου· διότι ἄπρεπον εἶναι νὰ ἔχῃ ἡ γυναῖκα περισσότερον ἔρωτα εἰς τὰ θεῖα ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τότε, καθὼς εἰς τὸν γάμον, οὕτω καὶ εἰς τὴν ἁγίαν διαγωγὴν νὰ συγκοινωνήσωμεν».
Οὕτω λοιπὸν συμφωνήσαντες, ἔκαμαν μετὰ τὸν χρόνον παιδίον θηλυκόν· ἔπειτα διῆγεν ἡ Μελάνη πένθιμα ἐνδεδυμένη καὶ εὐτελέστατα καὶ δὲν ἤθελε νὰ βάλῃ λαμπρὰ ἱμάτια, οὔτε ἐνίφθη τὸ πρόσωπον καὶ ἠγωνίζετο πολλὰ νὰ καταπείσῃ τὸν ἄνδρα της νὰ ἐκπληρώσῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τῆς ὑπεσχέθη· ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἤθελεν ἕως νὰ γεννήσουν καὶ δεύτερον τέκνον· ἐβουλήθη λοιπὸν νὰ ἀναχωρήσῃ κρυφίως ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της καὶ συμβουλευθεῖσα ἐναρέτους πνευματικοὺς Πατέρας, τῆς εἶπον νὰ ἔχῃ ὑπομονὴν ἕως ἄλλον ἕνα χρόνον καὶ τότε νὰ γίνῃ τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα.