Μετ’ ὀλίγον ἀπέθανεν ὁ πατὴρ τῆς Μελάνης καὶ ἔμεινεν αὐτὴ τοῦ λοιποῦ ἀνενόχλητος· ὅθεν ἐξῆλθον ἀπὸ τὴν πόλιν, ὅταν ὁ μὲν Ἀπελλιανὸς ἦτο ἐτῶν εἰκοσιτεσσάρων, αὐτὴ δὲ εἴκοσι καὶ ἀπῆλθον εἰς τόπον ἡσυχαστικὸν καὶ ἀτάραχον, εἰς τοιαύτην ἡλικίαν εἰς τὴν ὁποίαν ἀκμάζει ἡ νεότης καὶ ποθεῖ τὰ σωματικὰ καὶ ἐπίγεια, αὐτοὶ δὲ οἱ ἀείμνηστοι κατεπάτησαν ὅλας τὰς ἡδονὰς καὶ ἀπολαύσεις τῆς φθειρομένης σαρκός, διὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀνεκλάλητον ἀγαλλίασιν. Ὅταν λοιπὸν ἔβλεπεν ἡ πάνσοφος Μελάνη τὸν ἄνδρα της καὶ ἔκλινεν ὡς νέος παρὰ μικρὸν ἀπὸ τὴν ἀκρίβειαν τῆς μοναδικῆς διαγωγῆς, τὸν συνεβούλευε καὶ τὸν διώρθωνεν, ὅταν δηλαδὴ τὸν ἔβλεπε νὰ ἐπιμεληθῇ τὴν τροφὴν αὐτοῦ ἢ τὸ ἔνδυμα ἢ ἄλλο ὅμοιον, ἕως ὅτου τὸν ἔφερεν εἰς τὴν ἀληθῆ φιλοσοφίαν τὴν ζηλωτὴν καὶ σωτήριον. Ἐπειδὴ δὲ ἦσαν πολὺ πλούσιοι ἀπὸ χρυσίον καὶ εἰσοδήματα, δὲν ἔπαυον καθ’ ἑκάστην νὰ θεραπεύωσι ξένους, νὰ φιλεύουν πεινῶντας, νὰ λυτρώνουν φυλακισμένους, νὰ πληρώνουν τὸ χρέος αὐτῶν, νὰ τοὺς χαρίζουν καὶ χρήματα νὰ πορεύωνται καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ὅσους εἶχον λύπην τινὰ καὶ συμφορὰν τοὺς ἐπαραμυθοῦσαν καὶ ἐβοηθοῦσαν ἐκείνους μὲν πρὸς αὐτάρκειαν, αὐτοὶ δὲ δὲν ἐκράτουν δι’ ἑαυτοὺς τίποτε.
Τὰς χριστομιμήτους ταύτας πράξεις βλέπων ὁ φθονερὸς διάβολος ἐκάκιζε, καὶ παρεκίνησεν ἕνα ἀδελφόν, τὸν ὁποῖον εἶχεν ὁ Ἀπελλιανός, Σεβῆρον ὀνομαζόμενον, καὶ ἄλλοτε μὲν τοῦ ἥρπαζεν ἕνα ἀγρόν, ἢ καρποὺς ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν, ἢ χρήματα, ἄλλοτε δὲ τοῦ ἔπαιρνε τινὰς ἀπὸ τοὺς δούλους του, καὶ τοὺς ἐπλήρωνε νὰ ὀμόσουν ψεύματα, ὅτι ἦτο ἰδικόν του τοῦτο ἢ τὸ δεῖνα ἀμπέλιον ἢ περιβόλιον, καὶ ἄλλας διαφόρους ἀδικίας τοὺς ἔκαμεν. Ἀλλ’ αὐτοὶ τὰ ὑπέμειναν ὅλα διὰ τὸν Κύριον, καὶ ἐχαίροντο μάλιστα, τὰς συμφορὰς τοῦ Ἰὼβ ἐνθυμούμενοι. Μόνον ἐλυποῦντο, διότι ἔπαιρνεν ὁ ἄδικος ἐκεῖνος τὸν πλοῦτον, τὸν ὁποῖον ἐποθοῦσαν νὰ δώσουν εἰς τοὺς πτωχούς. Ταῦτα μαθοῦσα ἡ εὐσεβεστάτη βασίλισσα Βερίνα εἶχε πόθον πολὺν νὰ τοὺς ἴδῃ, καὶ πολλάκις ἔστειλε πρὸς τὴν Μελάνην παρακλήσεις νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ βασίλεια. Ὅθεν, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὑπερήφανος, ὅτι δὲν καταδέχεται τὴν βασίλισσαν, ἐκίνησαν ὁμοῦ μὲ τὸν Ἀπελλιανὸν διὰ νὰ ὑπάγουν ἀμφότεροι. Ἦτο δὲ νόμος νὰ μὴ τολμήσῃ καμμία γυνὴ νὰ εἰσέλθῃ, ἔχουσα τὴν κεφαλὴν σκεπασμένην εἰς τὰ βασίλεια. Αὐτὴ δὲ τοῦ μὲν πολιτικοῦ νόμου καταφρονήσασα, τοῦ δὲ μακαρίου Παύλου τὴν ἐντολὴν ἐπακριβῶς διαφυλάττουσα, οὔτε τὴν κεφαλὴν ἐξεσκέπασεν, οὔτε τὰ ράσα της τὰ πενιχρὰ ἤλλαξεν, ἀλλ’ οὕτως εὐτελέστατα ἐνδεδυμένη εἰσῆλθεν εἰς τὰ βασίλεια, χωρὶς νὰ κοιτάξῃ τίποτε ἀπὸ τὰ πολύτιμα πράγματα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐκεῖ.