Παρέμεινε λοιπὸν διὰ νὰ μὴ γίνῃ παρήκοος, ἀλλὰ ἠγωνίζετο ὡς νὰ ἦτο εἰς Μοναστήριον· ἐνήστευεν, ἠγρύπνει, ἐφόρει κατάσαρκα ράσα τρίχινα καὶ ἐτέλει καὶ ἄλλας ἀρετὰς κρυφίως· μόνον δὲ μία θεία της ἐγνώριζε τὴν ὑπόθεσιν καὶ τὴν συνεβούλευε νὰ μὴ φορῇ τρίχινα, διὰ νὰ μὴ τῆς ἔλθῃ ἀσθένεια· ἀλλ’ αὐτὴ ἐταλαιπωρεῖτο περισσότερον ἀπὸ τὴν λύπην της διότι δὲν ἠδύνατο νὰ ἀναχωρήσῃ, παρὰ τὴν τόσην της κακοπάθειαν· ὅθεν ἐδέετο εἰς τὸν Θεὸν καθ᾽ ἑκάστην νὰ τὴν ἀξιώσῃ τοῦ ποθουμένου τὸ γρηγορώτερον, ὅπως καὶ ἐγένετο. Ὅταν λοιπὸν ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς νὰ γεννήσῃ τὸ δεύτερον τέκνον της καὶ καθὼς προσηύχετο ὅλην τὴν νύκτα, τὰ ἑσπέρια το Ἁγίου Λαυρεντίου τοῦ Ἱερομάρτυρος, τῆς ἦλθαν οἱ πόνοι τῆς γέννας, αὐτὴ ὅμως δὲν ἔπαυε τὰς εὐχάς, ἀλλὰ ἵστατο γονυπετὴς ὅσον ἠδύνατο, ἕως οὗ τὴν ἔσφιγγαν περισσότερον καὶ μὲ ὀδύνας μεγάλας καὶ ἀνείκαστον βάσανον ἐγέννησε παιδίον ἀρσενικόν, τὸ ὁποῖον ὡς ἐβαπτίσθη, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
Ἡ δὲ μήτηρ ἔμεινε μετὰ τὸν τοκετὸν εἰς ὀδύνην καὶ ἐκινδύνευεν ἀπὸ τοὺς πόνους εἰς θάνατον· ἐλθὼν δὲ ὁ ἄνδρας της καὶ βλέπων αὐτὴν ὀδυνωμένην, τὴν συνεπόνεσε καὶ δραμὼν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἔκλαιε πρὸς τὸν Δεσπότην εὐχόμενος νὰ τὴν λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν χαλεπώτατον κίνδυνον· ἡ δὲ Μελάνη εὗρε τὸν καιρὸν κατὰ τὸν σκοπόν της ἁρμόδιον καὶ τοῦ εἶπε, ἐὰν ἀγαπᾷ τὴν ζωήν της, νὰ κάμῃ ὅρκον πρὸς Κύριον, νὰ φυλάξουν σωφροσύνην εἰς τὸ ἑξῆς· ὁ δὲ παρευθὺς ἔταξε τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν φυλάξῃ ἀψευδέστατα. Τότε ἡ Μελάνη ἀπὸ τὴν χαράν της ἐλησμόνησε, τὴν ἀσθένειαν καὶ δυναμωθεῖσα ὑπὸ Θεοῦ ἠγέρθη τῆς κλίνης ταχύτερον καὶ διήρχετο μοναχικῶς τὴν ζωήν της, χωρὶς ἐπιμέλειάν τινα τοῦ σώματος μόνον τὴν ψυχήν της ἐστόλιζε. Τότε ἐκοιμήθη καὶ τὸ μονογενὲς καὶ ποθητόν της θυγάτριον· ὅθεν ἐσυμφώνησεν ὁ ἄνδρας της καὶ ἐσήκωσαν τὸν γλυκὺν ζυγὸν τοῦ Κυρίου τὸν ἐλαφρότατον. Ἐποθοῦσαν λοιπὸν νὰ ἀπαρνηθῶσι τὸν κόσμον καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς Μοναστήριον ἀλλ’ οἱ γονεῖς των δὲν τοὺς ἄφησαν· ὅμως ὕστερον ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ μέσον πᾶν ἐμπόδιον ἡ ἄνωθεν δύναμις μετατρέπουσα τὴν λύπην αὐτῶν εἰς πολλὴν ἀγαλλίασιν· διότι καθὼς ἐμελετοῦσαν ταῦτα ἀμφότεροι, ἦλθεν εἰς αὐτοὺς εὐωδία ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἄρρητος, τὴν ὁποίαν οὔτε γλῶσσα νὰ τὴν διηγηθῇ οὔτε νοῦς νὰ τὴν ἐννοήσῃ δύναται, ἥτις ἐπλήρωσε τὰς ψυχάς των τοσαύτης εὐφροσύνης καὶ χάριτος, ὥστε ἐστήριξαν εἰς τὸν Θεὸν πᾶσαν μέριμναν νὰ οἰκονομήσῃ εἰς αὐτοὺς καθὼς βούλεται.