Βλέπουσα ἡ βασίλισσα τοσαύτην ταπείνωσιν, ἠγέρθη ἀπὸ τὸν θρόνον δι’ εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐκάθισε πλησίον της, θαυμάζουσα τὴν εὐτέλειαν τοῦ ἐνδύματος καὶ τὴν ἐπῄνεσε λέγουσα· «Πρὸ πολλοῦ ἤκουσα τὴν καλὴν φήμην τῶν θεϊκῶν σου πράξεων, καὶ εὐχαριστῶ τὸν Κύριον, διότι ἠξιώθην νὰ σὲ ἀπολαύσω. Μακαρία σύ, ὅπου ἐμακαρίσθης δικαίως ἀπὸ τὸν Κύριον». Ταῦτα καὶ ἕτερα λέγουσα ἠγέρθη πάλιν ἀπὸ τὸν χρυσὸν θρόνον ἡ βασίλισσα καὶ τὴν ἐνηγκαλίσθη καὶ τὴν κατεφίλει μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ κατάνυξιν, τῆς ὑπεσχέθη δὲ νὰ κάμῃ εἰς τὸν Σεβῆρον ἐκδίκησιν, διὰ τὰς ἀδικίας τὰς ὁποίας τοὺς ἔκαμεν. Ἡ δὲ Ἁγία ἀπεκρίθη· «Καλλίτερον νὰ μᾶς ἀδικοῦσι, δέσποινα, παρὰ ἡμεῖς νὰ ἀδικήσωμεν, παρακαλῶ δὲ τὴν βασιλείαν σου, ὅπως μὴ τὸν ἐνοχλήσητε εἰς τίποτε. Ὅσα ἐπῆρεν ἕως τώρα, ἂς εἶναι συγχωρημένος· μόνον νὰ μὴ μᾶς πειράξῃ πλέον, διότι καλλίτερον εἶναι νὰ τὰ δώσωμεν εἰς τοὺς πτωχούς, παρὰ νὰ τὰ παίρνῃ ἐκεῖνος ἄδικα». Ἔλαβον λοιπὸν τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, νὰ πωλήσουν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των καὶ νὰ κάμουν καθὼς ἐπεθύμουν. Ὄχι δὲ μόνον ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην εἶχον πλοῦτον ἄπειρον, ἀλλὰ καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους τόπους τῆς Ἰταλίας, εἰς δὲ τὴν Βρεττανίαν θαυμασιώτερα, τὰ ὁποῖα ὅλα ἐπώλησεν καὶ τὰ ἠγόρασαν οἱ ἄρχοντες, διότι τοὺς παρακάλεσεν ὁ βασιλεύς, διὰ νὰ λυτρωθῇ ἡ μακαρία ἀπὸ πολλὰς φροντίδας καὶ μερίμνας καὶ νὰ δυνηθῇ νὰ ἀπολαύσῃ κατὰ τὸ πόθον της.
Εἶχον δὲ τοσαῦτα πράγματα οἱ μακάριοι, ὥστε δὲν τοὺς ἔφθανεν ἄλλος εἰς τὸν πλοῦτον, εἰμὴ μόνον ὁ βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ· τόσον δὲ εἰσόδημα τοὺς ἤρχετο, ὥστε ἐὰν τὸ εἴπω, θέλουσιν εἴπει τινὲς ὅτι λέγω πρᾶγμα ἀπίστευτον, ἀλλ’ ἐγὼ τὸ γράφω, καθὼς πολλοὶ ἐμαρτύρησαν, λέγοντες, ὅτι δώδεκα μυριάδες λίτραι χρυσίου ἦτο ἡ κατ’ ἔτος ἐσοδεία των, τὰ ὁποῖα ὅλα διεμοίρασαν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς οἱ τρισμακάριοι· αἱ δὲ οἰκίαι των ἦσαν τόσον μεγάλαι, ὥστε δὲν ἠδυνήθη κανεὶς Ρωμαῖος νὰ τὰς ἀγοράσῃ· ὕστερον δέ, ὅτε ἔκαυσαν τὴν Ρώμην οἱ βάρβαροι, τὰς ἐπώλησαν μὲ μικρὰν τιμὴν καὶ τὰ ἔδωκαν καὶ αὐτὰ εἰς τοὺς πένητας. Ἐξεδήλωσε δὲ ἀκόμη τὴν ἐπιθυμίαν της ἡ μακαρία Μελάνη νὰ χαρίσῃ εἰς τὴν ἀδελφὴν τοῦ βασιλέως μερικὰ ἀπὸ τὰ χρυσᾶ κοσμήματα της, ἀλλ’ αὐτὴ δὲν ἠθέλησε νὰ κρατήσῃ τίποτε λέγουσα· «Ὅστις λάβῃ ἀπὸ σᾶς τίποτε, εἶναι πράγματι ἱερόσυλος, ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀφιερώσατε εἰς τὸν Θεόν».