Ὁ δὲ Προεστὼς δὲν ἤθελεν, ἀλλὰ ἔλεγεν ὅτι δὲ ἦτο πρέπον νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴν καὶ νὰ γίνωται πάλιν δεκτοί. Διὰ νὰ τὸν κάμῃ δὲ ὁ Θαλάσσιος νὰ τοὺς δεχθῇ, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Καὶ ἀπὸ τὴν Μονὴν τὴν ἰδικήν μας πολλοὶ ἔφυγον καὶ πάλιν τοὺς ἐδέχθη ὁ Ὅσιος Μάρκελλος ἐπιστρέφοντας». Τότε λέγει ὁ Γαυδίωλος· «Μὴ μὲ συγκρίνῃς ποσῶς μὲ τὸν Μάρκελλον, διότι ὁ Δεσπότης μοῦ ἀπεκάλυψεν, ὅτι καθὼς ὁ Μωϋσῆς εἶχε τὸ πνεῦμα τῆς πραότητος, οὕτω καὶ ὁ Μάρκελλος ἦτο πραότατος». Ἀλλὰ ἀκούσατε καὶ ἕτερον θαυμάσιον.
Ἔστειλέ ποτε ἀδελφοὺς εἰς τὸν Πόντον ὁ Ὅσιος καὶ ὅταν ἐπέστρεφον ἠγέρθη ἐναντίος ἄνεμος, πρὶν νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν βολὴν τοῦ στενοῦ. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐκοπίασαν πολὺ καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ ὑπάγωσι παρεμπρός, ἔμειναν εἰς ἕνα τόπον, χωρὶς λιμένα, τραχύτατον καὶ ἀπεκοιμήθησαν ἅπαντες. Μετὰ δὲ ὥραν ἱκανὴν φαίνεται ὁ Μάρκελλος πρὸς ἕνα ἀδελφόν, λέγων· «Ἔγειραι ταχέως ὅσον δύνασαι καὶ ἀνάγκασον καὶ τοὺς ἄλλους, ἵνα μὴ κινδυνεύσητε». Ὁ δὲ ἐγερθεὶς διηγήθη τὴν ὀπτασίαν εἰς τοὺς λοιποὺς καὶ παρευθὺς ἔφυγον. Ὅταν δὲ εἰσῆλθον ἐντὸς τοῦ στενοῦ καὶ δὲν ἐφοβοῦντο πλέον τὸν κίνδυνον, ἔγινε τόσον σκότος εἰς τὸν ἀέρα καὶ ταραχὴ εἰς τὴν θάλασσαν, ὥστε ἄλλα πλοῖα ἐκινδύνευσαν καὶ ἕτερα τελείως ἐβυθίσθησαν. Ἄλλοτε πάλιν ἔπλευσαν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μοναστηρίου πρὸς τὴν ἀνατολὴν καὶ ἐπέστρεφον διὰ ξηρᾶς. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἄγκυραν, ἠσθένησεν ἕνας ἀδελφὸς, Παῦλος ὀνόματι καὶ μὴ δυνάμενος νὰ περιπατῇ, ἐκείτετο κατὰ γῆς, μέγα δὲ στενάξας εἶπε ταῦτα· «Ποῦ εἶναι τώρα ἡ προσευχή σου καὶ δέν μου βοηθεῖς, Ἀββᾶ Μάρκελλε, ἀλλ’ ἀποθνῄσκω ἐδῶ εἰς τὸν δρόμον καὶ κἂν δὲν ἠξιώθην νὰ μὲ θάψουν οἱ ἀδελφοὶ εἰς τὸ Μοναστήριον;». Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ὁ Παῦλος ἔλεγεν εἰς τὴν Ἄγκυραν, ἤκουσεν ὁ Μάρκελλος εἰς τὴν Μονήν του, πεφωτισμένος ἀπὸ τὴν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ φωνήσας τὸν γραφέα Καισάριον εἶπεν· «Αὐτὴν τὴν ὥραν ἕνας ἀδελφὸς δικάζεται πρός με λέγων ὅτι τὸν παρέδωκα εἰς τὸν Θεὸν διὰ προσευχῆς καὶ δὲν τὸν ὠφέλησα. Λοιπὸν γράψε τὴν ἡμέραν ταύτην, νὰ τὴν γνωρίζωμεν». Οὕτω λοιπὸν ἐποίησεν ὁ Καισάριος. Ὁ δὲ Παῦλος, ὑγιὴς γενόμενος, ἐπῆγε μετά τινας ἡμέρας εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ἀνήγγειλε τὰ γενόμενα πρὸς τὸν Μάρκελλον, ὅστις ἐκάλεσε τὸν Καισάριον καὶ ἐπιδείξας εἰς τὸν Παῦλον τὰ γραφέντα, ἐγνώρισαν ὅτι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἔγραψεν ὁ Καισάριος ἐθεραπεύθη ὁ ἀσθενής. Ἀλλ’ ἀκούσατε καὶ ἄλλο τῶν προρρηθέντων θαυμασιώτερον.