Οὗτος λοιπὸν ὁ ἄρχων, Ἀρδαβούριος καλούμενος, ὠργίσθη κατά τινος Ἰωάννου καὶ ἐβούλετο νὰ τὸν θανατώσῃ, ἐκεῖνος δὲ μὴ ἔχων ἄλλην βοήθειαν, ἐπειδὴ οὔτε ὁ βασιλεὺς οὔτε ἄλλος τις ἠδύνατο τὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν δυναστείαν αὐτοῦ, ἔδραμεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Μαρκέλλου, ὅστις τὸν ὑπεδέχθη μετὰ χαρᾶς. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ἀρδαβούριος ἔστειλεν ἀνθρώπους, πρῶτον παρακαλῶν τὸν Ὅσιον νὰ τὸν παραδώσῃ μὲ τὸ καλὸν νὰ ἔχουν ἀγάπην καὶ νὰ μὴ ἔλθουν εἰς περισσότερα. Ἔπειτα, βλέπων ὅτι δὲν ἤθελε νὰ τὸν παραδώσῃ, ἔστειλε στρατὸν πολὺν διατάξας καὶ νὰ πολεμήσουν ἐν ἀνάγκῃ μὲ τοὺς Μοναχούς, διὰ νὰ πάρουν τὸν Ἰωάννην βιαίως καὶ εἰς τὸ πεῖσμά των. Ἐλθόντες λοιπὸν οἱ στρατιῶται ἔξωθεν τῆς Μονῆς, παρήγγειλαν εἰς τὸν Μάρκελλον νὰ παραδώσῃ τὸν ζητούμενον θεληματικῶς, πρὶν προξενήσουν ζημίαν τινὰ εἰς τὸ Μοναστήριον. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἔστειλεν ἔξω τροφὰς πρὸς αὐτάρκειαν, λέγων ὅτι δὲν ἐπρόδιδε τὸν ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἐὰν ἤξευρεν ὅτι θὰ καταστρέψουν ὅλον τὸ Μοναστήριον.
Ὅταν λοιπὸν ἐνύκτωσεν, ἡτοιμάσθησαν οἱ στρατιῶται νὰ εἰσβάλουν βιαίως εἰς τὴν Μονήν. Οἱ δὲ Μοναχοὶ παρεκάλουν τὸν Ἅγιον νὰ παραδώσῃ τὸν Ἰωάννην, ἵνα μὴ κινδυνεύσωσιν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἠθέλησε νὰ προδώσῃ εἰς τοὺς ἀδίκους τὸν ἀνεύθυνον, μόνον προστάσσει νὰ κάμνωσιν ὅλοι κοινῶς προσευχὴν πρὸς τὸν Θεόν, νὰ τοὺς στείλῃ ἐξ ὕψους βοήθειαν. Ὅταν λοιπὸν οἱ στρατιῶται ἤθελαν νὰ κινήσουν τὰ ὅπλα καὶ νὰ πολεμήσωσι, κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ὄρθρου, ἐφάνη εἰς τὸν οὐρανὸν στέφανος πύρινος, ὅστις περιεκύκλωνε τὴν Μονὴν κατὰ τρόπον θαυμάσιον, εἰς δὲ τὸ μέσον τοῦ στεφάνου ἦτο σταυρὸς ἐξαστράπτων ὡς ἄλλος ἥλιος. Ἀπὸ τὸν στέφανον αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὸν σταυρὸν ἐξετοξεύοντο βιαίως σπινθῆρες καὶ ἄνθρακες, οἵτινες ἔπιπτον ἐπὶ τῶν στρατιωτῶν. Ὅθεν ἔντρομοι ἐκεῖνοι καὶ κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ τοιοῦτον φρικωδέστατον θέαμα ἐβόων τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ πεσόντες εἰς τὴν γῆν ἐζήτουν μετὰ δακρύων συγχώρησιν. Ἐξελθόντες λοιπὸν οί Μοναχοὶ καὶ βλέποντες τὸ σημεῖον, προσεκύνησαν τὸν Κύριον ἅπαντες, οἱ δὲ στρατιῶται λαβόντες συγχώρησιν ἀνεχώρησαν. Ταῦτα μαθὼν ὁ Ἀρδαβούριος μεταμεληθεὶς συνεχώρησε τὸν Ἰωάννην.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ περὶ Ἀρδαβουρίου ἀναφέρομεν, ἄς εἴπωμεν καὶ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ θαυμασίου Μαρκέλλου, διὰ νὰ γνωρίσετε πόσην προθυμίαν καὶ ζῆλον εἶχεν εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ πῶς προέβλεπε καὶ τὰ μέλλοντα. Νύκτα τινὰ εἶδεν εἰς τὸ ὅραμά του κοιμώμενος ἕνα λέοντα καὶ ἕνα δράκοντα.