ὅθεν προστάσσει νὰ τὸν φέρουν δεδεμένον εἰς τὸ κριτήριον καὶ νὰ τὸν δέρουν οἱ δήμιοι, ὅσον δύνανται· τόσους δὲ ραβδισμοὺς τοῦ ἔδωσαν, ὥστε αὐτοὶ μὲν ἐκουράσθησαν, ἐκεῖνος δὲ ἔμεινε τελείως ἄφωνος· μόνον τὸν Δεσπότην Χριστὸν ἐπεκαλεῖτο ὡς ἠδύνατο λέγων· «Καθὼς μὲ ἐδυνάμωσες εἰς τὸ λέγειν, Θεέ μου ἀληθινέ, οὕτω καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν δός μοι δύναμιν, Πανάγαθε, νὰ ὑπομείνω πολλὰ κολαστήρια, διὰ νὰ λάβω τὴν ἀνταπόδοσιν καὶ τὰ βραβεῖα περισσότερα». Ταῦτα ἐξῆψαν τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως περισσότερον καὶ προστάσσει νὰ τὸν δέρουν ἀκόμη ἀνελεημόνως· καὶ τὸν ἐμαστίγωσαν τόσον, ὥστε ἔμεινεν ὡς ἄπνους, διότι ὅλον του τὸ αἷμα ἐξεχύθη, αἱ σάρκες του ἔπεσον καὶ μόνον τὰ ὀστᾶ ἔμειναν, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι τὸν συνεπόνεσαν· μόνον δὲ ὁ ἄσπλαγχνος βασιλεὺς δὲν ἐχόρτασεν. Ἀκούων δὲ αὐτὸν νὰ δοξάζῃ καὶ οὕτως ἡμιθανὴς τὸν Χριστόν, μὴ ὑποφέρων τὴν παρρησίαν του, ἐπρόσταξε νὰ τὸν καύσουν ἔξω τῆς πόλεως. Φερθεὶς λοιπὸν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, προσηύξατο διὰ τοὺς εὐσεβεῖς νὰ τοὺς φυλάττῃ ὁ Κύριος, καὶ εὐχαριστήσας αὐτόν, διότι τὸν ἠξίωσε τοιούτου τέλους, ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ οὕτω πυρὶ ὁλοκαυτωθεὶς ἐγένετο θυσία εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν σταυρωθέντα Θεόν.
Μετὰ ταῦτα προστάσσει ὁ τύραννος νὰ εὕρουν τὸν Ἴνδην, νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν θεῶν ὡς καὶ πρότερον. Οὗτος δὲν κατεδέχθη οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον νὰ τιμήσῃ πλέον τὰ ἄτιμα εἴδωλα, ἀλλὰ μάλιστα καὶ πολλοὺς πλανωμένους ἐπέστρεψε πρὸς εὐσέβειαν, διότι ἦτο λόγιος καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος καὶ ἔσυρε πολλοὺς μὲ τὴν σοφίαν του, τοὺς ὁποίους ἐδίδασκεν ὅσον ἠδύνατο κρυφίως ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ὡδήγει εἰς τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερον ὅμως ἐφανερώθη μὲ τοιοῦτον τρόπον. Ὅτε ἦλθεν ἡ ἑορτὴ τῶν μιασμένων θεῶν, προστάσσει ὁ τύραννος νὰ συναχθοῦν ὅλοι νὰ τιμήσωσι τοὺς δώδεκα θεούς, τοὺς ὁποίους εἶχεν εἰς τὰ βασίλεια· τότε ἐπῆγαν οἱ ἐπίλοιποι λευκοφοροῦντες νὰ ἑορτάσωσι, μόνον δὲ ὁ Ἴνδης ἐκάθητο μαυροφορεμένος εἰς μικρὸν κελλίον, τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀσεβῶν ὀδυρόμενος. Ταῦτα μαθὼν ὁ βασιλεύς, ἔστειλεν ἀνθρώπους καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸ κριτήριον· ἰδὼν δὲ αὐτὸν οὕτω σκυθρωπὸν καὶ μελανοφοροῦντα, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, ἐγνώρισε τὴν ὑπόθεσιν· ὅθεν ἐπρόταξε νὰ τοῦ βάλουν ἁλύσεις εἰς τὸν λαιμόν, εἰς τὰς χεῖρας καὶ εἰς τοὺς πόδας καὶ νὰ τὸν φυλακίσουν.