Ὅθεν ἀπόστειλον στρατιώτας νὰ τοὺς κυκλώσουν διὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ φύγουν καὶ ἐὰν δὲν δεχθοῦν νὰ προσκυνήσωσι τοὺς θεούς μας, νὰ τοὺς καύσουν ἅπαντας ἔσω τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ λυτρώσῃς τὴν ποίμνην σου ἀπὸ τὴν λώβην καὶ βλάβην αὐτῶν, νὰ μὴ μᾶς μιαίνωσι καὶ νὰ μὴ ἔχῃ καὶ ἡ βασιλεία σου φροντίδα καὶ βάσανα δι’ αὐτούς».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος ηὐχαρίστησε τοὺς διαβολεῖς ἐκείνους. Κατὰ δὲ τὴν κυρίαν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων προστάσσει ὁ τύραννος τοὺς στρατιώτας νὰ σωρεύσουν πέριξ τῆς Ἐκκλησίας φρύγανα καὶ πᾶσαν ἄλλην ὕλην, ἥτις νὰ καίεται εὐκόλως. Ἔξωθεν δὲ τῆς πύλης τοῦ Ναοῦ νὰ στήσουν βωμὸν κατὰ τὴν πίστιν αὐτῶν καὶ νὰ φωνάζουν μετὰ σαλπίγγων οἱ κήρυκες, διακηρύττοντες ὅτι ὅστις θέλει νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὸν θάνατον, ἂς θυσιάσῃ εἰς τὰ εἵδωλα, διότι ὅσοι δὲν θυσιάσουν θὰ καοῦν ἀνελεήμονα ὁμοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὴ δυνηθῇ κανεὶς νὰ διαφύγῃ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγιναν ὅλα καθὼς προσέταξεν ὁ βασιλεύς, εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ κήρυξ λέγων· «Ἄνθρωποι, ὁ Μαξιμιανὸς ὁ δεσπότης τῆς οἰκουμένης μὲ ἔστειλε νὰ σᾶς εἴπω νὰ προκρίνετε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἢ νὰ προσκυνήσετε τοὺς θεούς μας είς τὸν βωμόν, τὸν ὁποῖον ἡτοιμάσαμεν ἔξωθεν τοῦ Ναοῦ σας, ἢ νὰ βάλωμεν πῦρ εἰς αὐτὸν καὶ νὰ σᾶς κατακαύσωμεν ἅπαντας».
Τότε ὁ Ἀρχιδιάκονος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὄντως ἀγαπῶν τὸν Θεὸν καὶ ὑπ’ αὐτοῦ ἀνταγαπωμενος Ἀγάπιος, θείῳ ζήλῳ κινούμενος καὶ ἐξαφθεὶς τὴν καρδίαν ἐκ τοῦ πυρὸς τῆς θείας Χάριτος, ἀνῆλθεν εἰς τὸν ἄμβωνα τοῦ Ναοῦ καὶ λέγει πρὸς τὸν λαόν· «Ἐνθυμηθῆτε, ἀδελφοί μου ὁμόψυχοι καὶ φιλόχριστοι, ποσάκις ἐθαυμάσαμεν τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν εὐσέβειαν τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων, οἵτινες ἱστάμενοι εἰς τὸ μέσον τῆς φλογὸς καὶ παραδόξως δροσιζόμενοι, προσεκάλουν πρὸς ὑμνῳδίαν τοῦ Κτίστου τὴν κτίσιν ἅπασαν, καὶ ποσάκις ταῦτα ἀκούοντες ἐποθοῦμεν νὰ γίνωμεν κοινωνοὶ τῆς δόξης των· λοιπὸν ἂς τοὺς μιμηθῶμεν τώρα, ἐπειδὴ ὁ καιρὸς τὸ ἐκάλεσεν. Ἐκεῖνοι ἦσαν μόνον τρεῖς καὶ δὲν εἶχον ἐκ τῶν πρὸ αὐτῶν παράδειγμα, ἡμεῖς δὲ εἴμεθα τόσον πλῆθος καὶ ἔχομεν ὄχι μόνον ἐκείνων, ἀλλὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν παραδείγματα. Τούτους λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἄς μιμηθῶμεν καὶ μὴ δειλιάσωμεν, διότι δὲν εἶναι ἄξια πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν τὰ παθήματα τοῦ καιροῦ τούτου.