Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ, ἤτοι εἴκοσι χιλιάδων, ΜΑΡΤΥΡΩΝ, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων.

Ταῦτα μαθοῦσα ἡ παρθένος Δόμνα ἐχάρη, μάλιστα διὰ τὸν ἠγαπημένον Ἴνδην, τον σύμπνουν αὐτῆς ὄντως καὶ σύμψυχον, ὅτι ἠξιώθη νὰ γίνῃ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπεθύμει δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀείμνηστος νὰ ἐπιτύχῃ τὸ ἴδιον καὶ ἐδέετο καθ’ ὥραν πρὸς Κύριον, νὰ τὴν ἀξιώσῃ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅθεν ὁ οὐράνιος Νυμφίος δὲν παρεῖδε τὴν προσευχὴν αὐτῆς, παρ’ ὅλον ὅτι καὶ χωρὶς νὰ κόψουν τὴν κεφαλήν της αὐτὴ ἐλογίζετο καθ’ ἑκάστην Μάρτυς εἰς τὴν προαίρεσιν. Μάλιστα καὶ ἡ διαγωγὴ καὶ σκληραγωγία τῆς ἀσκήσεως ἦτο μέγα Μαρτύριον, διότι ἦτο κρυμμένη ὑποκάτω τῆς γῆς ὡς εἰς τάφον εἰς σκοτεινὸν τόπον, ἐκεῖ δὲ διάγουσα ἔτρωγε μόνον χόρτα καὶ ἔπινε μόνον ὕδωρ ἡ ἀείμνηστος, ἥτις ἦτο πρότερον καλομαθημένη εἰς τὸ παλάτιον, ἀλλὰ πάντα τὰ ἡδέα ἐκεῖνα διὰ τὸν Νυμφίον αὐτῆς κατεφρόνησε, καὶ καθ’ ἑκάστην ἐλεύκαινε τὴν παρθενικὴν στολὴν μὲ δάκρυα. Ὅθεν καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἠξίωσε νὰ τὴν κοκκινίσῃ μὲ τὰ μαρτυρικὰ αἵματα. Προσέχετε λοιπὸν νὰ γράψωμεν καὶ αὐτῆς τὸ μακάριον τέλος καὶ οὕτω νὰ τελειώσωμεν τὴν γλυκυτάτην ταύτην διήγησιν.

Ὅταν ἡ Δόμνα ἤκουσε διὰ τὸν Ἴνδην, ὅτι τὸν ἐβύθισαν εἰς τὴν θάλασσαν, κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ὄρος εἰς τὴν πόλιν μὲ τὴν ἀνδρικὴν ἐνδυμασίαν, μὲ τὴν ὁποίαν τὴν εἶχεν ἐνδύσει ἡ πνευματική της μήτηρ Ἀγάπη. Μὴ γνωρίζουσα δὲ περὶ τοῦ τέλους αὐτῆς, τὴν ἀνεζήτει, εἷς δὲ Χριστιανὸς τῆς εἶπεν ὅτι ἐτελείωσε καὶ αὐτὴ τὴν ζωὴν μὲ Μαρτύριον ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, ὅταν τοὺς ἔκαυσαν. Ἡ δὲ Δόμνα ταῦτα μαθοῦσα ἐδάκρυσε, διότι δὲν εὑρέθη καὶ αὐτὴ εἰς τοιοῦτον τέλος μακάριον. Ἐπῆγε λοιπὸν εἰς τὸν καυθέντα Ναὸν καὶ ἔκλαυσεν ἱκανῶς. Ἔπειτα τὸ δειλινὸν κατῆλθεν εἰς τὸν αἰγιαλὸν πεφωτισμένη ἐκ θείας Χάριτος. Ἐκεῖ εὗρεν ἁλιεῖς τινας, οἵτινες ἡτοιμάζοντο νὰ ρίψουν τὸν γρύπον νὰ ψαρεύσωσιν, ἰδόντες δὲ αὐτὴν ἐζωσμένην ὡς ἄνδρα, εἶπον πρὸς αὐτήν· «Ἐλθέ, νεανία, μαζί μας νὰ ρίψωμεν τὰ δίκτυα, νὰ πάρῃς καὶ σὺ ὀψάρια τὸ μερίδιόν σου». Ἡ δὲ Δόμνα ἐδέχθη καὶ εἰσῆλθον είς τὸ πλοιάριον. Βλέποντες δὲ ἐκεῖνοι τὸ ἦθος αὐτῆς, τὸ κάλλος καὶ τὴν εὐκοσμίαν της, τὴν ηὐλαβοῦντο θαυμάζοντες. Ὅταν δὲ ἔσυρον ἔξω τὸν γρύπον, ἦτο βαρὺς καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ τὸν σύρωσι. Τὸν ἔφεραν λοιπὸν μετὰ βίας εἰς τὴν γῆν καὶ τότε πρὸς ἔκπληξιν αὐτῶν καὶ θαυμασμὸν βλέπουσιν ὁμοῦ μὲ ἀναριθμήτους ἰχθεῖς καὶ τρία ἀνθρώπινα σώματα. Ἄφησαν λοιπὸν αὐτὰ ἐκεῖ καὶ θέλοντες νὰ ὑπάγουν εἰς ἄλλο μέρος νὰ ἁλιεύσουν, ἔλεγον καὶ τῆς Ἁγίας νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ. Ἀλλ’ αὐτὴ δὲν ἠθέλησεν· ὅθεν δώσαντες εἰς αὐτὴν τὸ μερίδιόν της ἐκ τῶν ἰχθύων, ἀνεχώρησαν.