Καὶ προστάσσει νὰ συντρίψουν μὲ λίθους τὸ στόμα καὶ τὰς σιαγόνας τοῦ Ζήνωνος, καὶ τόσον τὸν ἐκτύπων, ὥστε τοῦ συνέτριψαν ὅλους τοὺς ὀδόντας καὶ τὰς σιαγόνας συνέθλασαν, ἐχύθη δὲ τοσοῦτον αἷμα, ὥστε ἔμεινεν ὡς νεκρός. Οὕτω δὲ τετραυματισμένον τὸν ἐξέβαλαν ἔξω τῆς πόλεως ὀλίγον ἀκόμη ἀναπνέοντα, καὶ ἔκοψαν τὴν ἁγίαν αὐτοῦ κεφαλήν, καθὼς ὁ βασιλεὺς προσέταξε. Καὶ οὕτως ὁ γενναιότατος Ζήνων ἔλαβε χαίρων τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου. Τότε ἔφεραν εἰς τὸ κριτήριον τὸν Δωρόθεον μὲ τὴν συνοδείαν του καὶ ἕνα Διάκονον, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει πρὸς τὸν Δωρόθεον τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐπιστολὴν ὁ Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος, τὸν ὁποῖον ἐφύλαξεν ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ καῇ, διὰ νὰ ὠφελήσῃ καὶ ἄλλους ὁ τρισμακάριος. Εὑρόντες λοιπὸν οἱ στρατιῶται ἔξωθεν τῆς φυλακῆς τὸν Διάκονον μὲ τὴν ἐπιστολὴν τὸν ἐπῆραν καὶ αὐτὸν μὲ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους εἰς τὸ κριτήριον. Ὁ δὲ τύραννος ἀναγνώσας τὴν ἐπιστολήν, ἥτις ἔγραφε κατηγορίας κατὰ τῶν θεῶν καὶ κατ’ αὐτοῦ, ἐθυμώθη. Καὶ ἠρώτα τὸν Διάκονον ποῖος τὴν ἔγραψε καὶ ποῦ ἐκρύπτετο. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἄνθιμος ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴν ὡς βοσκὸς τῶν λογικῶν προβάτων. Τὰ δὲ λόγια εἶναι τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ὅστις μᾶς εἶπε νὰ μὴ φοβούμεθα ἐκείνους, οἵτινες μόνον τὸ σῶμα δύνανται νὰ θανατώσουν, τὴν δὲ ψυχὴν δὲν δύνανται νὰ βλάψουν οὐδόλως. Ἰδοὺ ἤκουσες ποῖος ἔγραψε τὴν ἐπιστολήν, ἀλλὰ ποῦ εἶναι δὲν σοῦ λέγω οὔτε σὲ φοβοῦμαι». Μὴ ὑποφέρων ὁ τύραννος τὴν παρρησίαν τῆς ἁγίας γλώσσης ἐκείνης προσέταξεν ὁ ἀσεβὴς νὰ τὴν κόψωσιν, ἔπειτα νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Καὶ οὕτως ἔλαβε τὸ μακάριον τέλος ὁ Διάκονος.
Ὁ δὲ διάβολος ὄντως καὶ ὄχι ἄνθρωπος Μαξιμιανός, ὅσον ἔβλεπε τοὺς Ἁγίους, ὅτι δὲν ἐφοβοῦντο τὰ κολαστήρια, τόσον τοὺς ἐβασάνιζεν ὁ ἀσεβὴς περισσότερον. Ἔδειραν λοιπὸν τὸν Δωρόθεον μὲ τοὺς ἄλλους τοσοῦτον, ὥστε οἱ μὲν δήμιοι ἐκουράσθησαν, οἱ δὲ Ἅγιοι μᾶλλον ἐστερεώνοντο καὶ ὠνείδιζον πικρότερα τὴν ἀσέβειαν τοῦ τυράννου, ὅστις βλέπων ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ τοὺς νικήσῃ μὲ κολαστήρια, ἐβαρύνθη καὶ δίδει κατ’ αὐτῶν τὴν ἑξῆς ἀπόφασιν: Νὰ ἀποκεφαλίσωσι τὸν Δωρόθεον, νὰ καύσουν ζωντανὸν τὸν Μαρδόνιον, νὰ κάμουν λάκκον εἰς τὸν ὁποῖον νὰ καταχώσουν τὸν Μυγδόνιον, τοὺς δὲ ἄλλους τρεῖς, ἀφοῦ δέσουν λίθους τοῦ μύλου εἰς τοὺς τραχήλους αὐτῶν, νὰ τοὺς βυθίσωσι μακρὰν εἰς τὸ πέλαγος ἤτοι τὸν Ἴνδην, τὸν Πέτρον καὶ τὸν Γοργόνιον, οὕτω δὲ ἐτελειώθησαν οἱ μακάριοι καὶ καλλίνικοι οὗτοι Ἅγιοι Μάρτυρες.