Τότε ὁ βασιλεὺς πολὺ ἐθυμώθη κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ παρήγγειλεν εἰς ὅλους τοὺς ἄρχοντας νὰ ποιήσωσιν ἀκριβῆ περὶ αὐτῶν ἐξέτασιν καὶ ὅσους εὑρίσκουσι νὰ τοὺς θανατώνουν πικρότατα, ἐὰν δὲν προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Ἔπειτα παρευθὺς ἤρχισε καὶ αὐτὸς νὰ κολάζῃ δεινῶς τοὺς Χριστιανούς, διὰ νὰ λάβουν ἀπὸ αὐτὸν παράδειγμα καὶ οἱ ἄλλοι ἡγεμόνες. Ἐβασάνιζε λοιπὸν καὶ ἔσυρε βιαίως πρὸς τὴν θρησκείαν του ὅσους Χριστιανοὺς εὕρισκε, τοὺς δὲ ἀπειθοῦντας κακῶς ἐθανάτωνε, ζητῶν δὲ καὶ τὸν Ἴνδην καὶ τὸν ἀξιώτατον Μάξιμον, δὲν τοὺς εὗρεν. Ὅθεν ἀπῆλθε μόνος του εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὡς λύκος ἅρπαξ, μὲ τοὺς δορυφόρους του καὶ μὲ ὅλον τὸν στρατόν, διὰ τὰ φοβηθοῦν οἱ Χριστιανοί, νὰ κάμουν τὸν λόγον του· ἤρχισε δὲ πρῶτον μὲ λόγους καλοὺς διὰ νὰ τοὺς κολακεύσῃ νὰ προσκυνήσουν· βλέπων ὅμως ὅτι δὲν ἐπείθοντο, τοὺς ἠπείλησεν, ὅτι θὰ τοὺς δώσῃ πικρότατα κολαστήρια ἐὰν παρακούσουν.
Τότε Ἱερεύς τις σοφὸς καὶ γλυκύτατος, Γλυκέριος ὀνόματι, ἔδωκεν εἰς αὐτὸν μὲ παρρησίαν ἀφόβως τὴν ἀπόκρισιν λέγων· «Ἡμεῖς, βασιλεῦ, οὔτε τὰς δωρεός σου ὑπολογίζομεν, οὔτε τὰς ἀπειλάς σου φοβούμεθα· διότι ὅλα τὰ πρόσκαιρα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα σεῖς νομίζετε ἀπολαυστικά, ἡμεῖς τὰ ἔχομεν ὡς ὄνειρον, τὰ δὲ λυπηρὰ καὶ τὰς βασάνους τὰς λαμβάνομεν διὰ τὸν Χριστόν μας μὲ πολλὴν ἡδονὴν καὶ ἄπειρον ἀγαλλίασιν, καὶ ἂν δὲν πιστεύῃς εἰς τοὺς λόγους μας, θέλεις ἴδει τοῦτο μὲ τὸ ἔργον, διὰ νὰ λάβῃς πολλὴν αἰσχύνην, ὅταν ἴδῃς νὰ σὲ νικήσουν γυναῖκες καὶ παῖδες ἀδύνατοι. Καθ’ ὅν χρόνον σὺ καυχᾶσαι ὅτι ἐνίκησες τοὺς ἐχθρούς σου, ἡμεῖς οἱ ὀλίγοι θὰ σὲ νικήσωμεν μὲ τοῦ μεγάλου Θεοῦ τὴν βοήθειαν, τοῦ ὁποίου τὴν δύναμιν ἔπρεπε προχθὲς νὰ ἐννοήσῃς, ἀναίσθητε καὶ λίθινε, ὅταν εἶδες τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα σημεῖα τῶν βροντῶν, τῶν ἀστραπῶν καὶ τῆς χαλάζης, καὶ ἐθανατώθησαν τόσοι ἄνθρωποι, οἱ δὲ καρποί σας διὰ τὰς βλασφημίας σου ἀπωλέσθησαν. Μὴ ἔχῃς λοιπὸν ἐλπίδα τινὰ εἰς ἡμᾶς, διότι ἡμεῖς ἔχομεν τοὺς Ἀγγέλους καὶ μᾶς φυλάττουν, ἀπὸ τὸν Δεσπότην Χριστὸν οὐρανόθεν στελλόμενοι, καθὼς ἔχεις καὶ σὺ αὐτοὺς τοὺς δορυφόρους τριγύρω σου, θέλομεν δὲ σὲ νικήσει παραδοξότατα πίπτοντες καὶ φονευόμενοι διὰ νὰ στήσωμεν κατὰ τῶν πολεμίων ἡμῶν ἀήτηττα καὶ ἀθάνατα τρόπαια».
Ταῦτα ἀκούσας ἀνελπίστως ὁ ὑπερήφανος τύραννος, τοῦ ἐφάνη ὡσὰν νὰ ἐσούβλιζέ τις μὲ σπάθην τὴν καρδίαν του καὶ τοσοῦτον ὠργίσθη, ὡσὰν νὰ ἐθανατώθη, διότι τὸν ὕβρισεν οὕτως ἀφόβως ἕνας εὐτελέστατος ἀνθρωπος·