Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ, ἤτοι εἴκοσι χιλιάδων, ΜΑΡΤΥΡΩΝ, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων.

Τῇ ἐπαύριον ἐπῆγεν ὁ ἄρχων νὰ τοὺς ἴδῃ ἐὰν ἐστενοχωρήθησαν ἀπὸ τὴν πεῖναν, νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα, καὶ βλέπων αὐτοὺς φαιδροὺς τὴν ὄψιν καὶ χαριεστέρους εἰς τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τὸ πρότερον, ἐθαύμασε καὶ προστάσσει νὰ τοὺς δίδουν ὅσα ἐχρειάζοντο πρὸς αὐτάρκειαν, ἤτοι βρώματα, ποτὰ καὶ ἐνδύματα, καθὼς ἦσαν συνηθισμένοι πρότερον· ἀλλ’ αὐτοὶ πάλιν ἐκράτουν τὰ ἀναγκαιότερα, τὰ δὲ ἐπίλοιπα διεμοίραζαν εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τόσον πλῆθος πτωχῶν ἐσυνάζοντο, ὥστε ἔδιδον ὅσα εἶχον καὶ αὐτοὶ ἔμενον ἡμέρας πολλὰς τελείως ἄσιτοι. Μάλιστα καὶ τὴν ζώνην της, τὴν ὁποίαν εἶχε πολύτιμον μὲ μαργαρίτας ἀκριβοὺς κεκοσμημένην, τὴν ἔστειλεν ἡμέραν τινὰ ἀπὸ τὴν θυρίδα τῆς φυλακῆς πρὸς τὸν εὐλαβέστατον Ἀγάπιον τὸν Διάκονον νὰ τὴν πωλήσῃ καὶ νὰ δώσῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ χρήματα, ἐκεῖνος δὲ ὡς πιστὸς οἰκονόμος οὕτως ἐποίησεν. Ἡ δὲ μακαρία Δόμνα ἔχουσα πόθον νὰ λυτρωθῇ, ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἠβουλήθη νὰ δοκιμάσῃ τέχνασμά τι μήπως καὶ τὴν ἀφήσουν νὰ ἀναχωρήσῃ, καθὼς καὶ ἔγινε, τοῦ Θεοῦ τὰ πάντα οἰκονομήσαντος. Προσεποιήθη λοιπὸν ὅτι ἐσεληνιάζετο, καθὼς ἔκαμε καὶ ὁ Προφήτης Δαβίδ, διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν Σαούλ, νὰ μὴ τὸν φονεύσῃ. Οὕτω καὶ αὐτὴ ἡ πάνσοφος ὑποκρίνεται ἀφροσύνην καὶ διαστρέφουσα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξέβαλλεν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἐκτύπα τὰς χεῖρας φωνάζουσα ἄτακτα, ἄλλας δὲ φορὰς ἐγέλα ματαίως καὶ ἄπρεπα.

Ταῦτα ἀκούσας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας ὁ ἄρχων ἐπῆγε νὰ τὴν ἴδῃ, διὰ νὰ διαπιστώσῃ τὴν ἀλήθειαν, ἔκαμε δὲ καὶ πάλιν τὰ αὐτὰ ἡ Ἁγία καὶ χειρότερα. Ὁ δὲ ἄρχων ἐφοβήθη, μήπως τῆς τύχῃ καὶ θάνατος, τότε ὅπου ἔλειπεν ὁ βασιλεὺς εἰς πόλεμον· ὅθεν ἔβαλεν ἀνθρώπους νὰ τὴν φυλάττουν, διὰ νὰ μὴ φονευθῇ καὶ ὀργισθῇ ὁ βασιλεὺς ἐναντίον τοῦ ἄρχοντος. Αὐτὴ δὲ πάλιν ὑπεκρίνετο τὸ κακὸν περισσότερον καὶ φωνάζουσα ὅλην τὴν νύκτα, δὲν ἄφηνε τοὺς φύλακας νὰ κοιμηθῶσιν, ἐκεῖνοι δὲ διὰ νὰ ἀπαλλαγῶσιν ἀπ’ αὐτὴν συνεβούλευσαν τὸν ἄρχοντα νὰ τὴν στείλῃ εἰς τοὺς Χριστιανούς, νὰ τὴν θεραπεύσουν, καθὼς καὶ ἄλλους πολλάκις ὁμοίους ἀσθενεῖς ἐθεράπευσαν. Ὅθεν ὁ ἄρχων ὑπήκουσε, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ καὶ αὐτὸς τὴν φροντίδα της ἢ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἐφώτισε, καὶ προσκαλέσας τὸν Ἅγιον Ἄνθιμον, ὅστις ἦτο τότε Ἐπίσκοπος τῆς Νικομηδείας, τὸν παρεκάλεσε νὰ πάρῃ τὴν παρθένον εἰς τὸν οἶκόν του ὁμοῦ μὲ τὸν Ἴνδην, διὰ νὰ τὴν φυλάττῃ ἕως νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τῆς ἀσθενείας, τοῦ ἔδιδε δὲ καὶ χρήματα δι’ ἔξοδα.