Ἔλαβον λοιπὸν ὅλοι ὁμοῦ μὲ τὸν βασιλέα τὴν ἑξῆς ἀπόφασιν: Μάντις τις, Βαλαὰμ ὀνόματι, υἱὸς τοῦ Βεώρ, ἦτο κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅστις εἴ τινα ἤθελε καταρασθῆ, ἦτο κατηραμένος, καὶ εἴ τινα ἤθελεν εὐλογήσει, ἦτο εὐλογημένος· εἰς ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν Βαλαὰμ ἀπεφάσισαν νὰ παραγγείλουν διὰ νὰ καταρασθῇ τοὺς Ἑβραίους. Παρευθὺς τότε ἔστειλαν ἄρχοντας, νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν Βαλαὰμ μὲ χαρίσματα πολλά, δεόμενοι καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα Βαλάκ. Ὁ δὲ μάντις εἶπε πρὸς αὐτούς· «Μείνατε ἐδῶ τὴν νύκτα ταύτην καὶ ἐγὼ θὰ ἐρωτήσω τὸν Θεὸν ἀπόψε καὶ ἐὰν μὲ ἀφήσῃ ὁ Θεός μου, θέλω ἔλθει μαζί σας». Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ εἶπεν, νὰ μὴ ὑπάγῃ. Ὅθεν τὴν πρωΐαν εἶπεν ὁ Βαλαὰμ πρὸς τοὺς ἄρχοντας· «Δὲν μὲ ἀφήνει ὁ Θεός μου νὰ ἔλθω μαζί σας»· καὶ δὲν ἐπῆγεν.
Ἐπέστρεψαν λοιπὸν οἱ ἄρχοντες εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπον τὰ γενόμενα. Τότε στέλλει ἐκ δευτέρου περισσοτέρους ἀνθρώπους μὲ χρήματα καὶ δωρήματα περισσότερα· ἀλλὰ καὶ πάλιν τοὺς εἶπεν ὁ Βαλαάμ· «Καὶ ἂν ἤθελε δώσει ὁ βασιλεὺς τὴν οἰκίαν του ὅλην γεμάτην χρυσίον, δὲν ἐξέρχομαι ἔξω ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου τὸ θέλημα· μείνατε ὅμως καὶ ταύτην τὴν νύκτα ἐδῶ, καὶ κατὰ πῶς θέλει ὁρίσει ὁ Θεός μου θέλω εἴπει». Τὴν νύκτα δὲ ἐκείνην τοῦ εἶπεν ὁ Θεός· «Ὕπαγε, πλὴν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θὰ σοῦ εἴπω ἐγώ, ἐκεῖνο νὰ κάμῃς». Ἠγέρθη λοιπὸν ὁ Βαλαὰμ τὴν πρωῒαν καὶ ἐκίνησε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ βασιλέως νὰ ὑπάγῃ· εἰς τὴν ὁδὸν ὅμως ἔτυχε καὶ ἐχωρίσθη ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐστάθη ἔμπροσθεν είς τὴν ἡμίονόν του καὶ δὲν τὴν ἄφηνε νὰ ὑπάγῃ παρέκει. Ὁ Βαλαάμ, μὴ βλέπων τὸν Ἄγγελον, ἤρχισε νὰ δέρῃ τὸ ζῷον δυνατά· αὐτὸ δὲ ἄφησε τὴν ὁδὸν καὶ ἐπεριπάτει μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς· δέρων δὲ αὐτὸ καὶ πάλιν εἰσῆλθεν ἐκεῖνο εἰς τὴν ὁδόν· ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος ἐπῆγε καὶ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον δύο φραγμῶν, ἑκατέρωθεν τῶν ὁποίων ἦσαν ἄμπελοι καὶ δὲν ἄφηνε πλέον τὸ ζῷον νὰ προχωρήσῃ ἐμπροσθήτερα· προσπαθῶν ὅμως ἐκεῖνο νὰ περάσῃ ἐγδάρθη ὁ ποὺς τοῦ Βαλαὰμ ἀπὸ τὸν φραγμὸν καὶ ἔδειρε πάλιν τὸ ζῷον. Τότε ὁ Ἄγγελος ἐπῆγε καὶ ἐστάθη εἰς ἄλλον τόπον ἐμπροσθήτερα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν ἠδύνατο οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερὰ νὰ περάσῃ τις καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περάσῃ οὐδόλως· ὅθεν τὸ ζῷον ἀπὸ τὸν φόβον του ἐγονάτισε καὶ πλέον δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ παρέκει.
Θυμωθεὶς τότε ὁ Βαλαὰμ ἔλαβεν ἓν ρόπαλον καὶ ἔδερε μετὰ σκληρότητος τὸ ζῷον, ὁ δὲ Θεὸς εἰς θαῦμα μέγα ἤνοιξε τὸ στόμα τῆς ἡμιόνου, ἥτις ὡμίλησε καὶ λέγει πρὸς τὸν Βαλαάμ· «Τί ἔχεις μὲ ἐμὲ καὶ μὲ δέρεις;».