πλὴν ἔπρεπεν, ὦ ἔπαρχε, νὰ μὴ πιστεύσῃς τὴν κατηγορίαν τοσοῦτον εὔκολα, μήτε νὰ κάμῃς εὐθὺς τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ πρῶτον νὰ ἀκούσῃς τὰ δύο μέρη, καὶ κατόπιν νὰ ἀποφασίσῃς κατὰ τὸ δίκαιον· ὅμως πρὶν ἀντιπαραταχθῶμεν μὲ τὴν κατήγορον, δέομαι καὶ παρακαλῶ τὴν εὐγένειάν σου νὰ μοῦ κάμῃς τὴν χάριν ταύτην· ἐὰν μὲν ἐγὼ ἔπταισα εἰς αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐγκαλοῦμαι, δός μοι τὴν πρέπουσαν παίδευσιν· εἰ δὲ καὶ φανῇ ψευδὴς ἡ συκοφαντία, καὶ ἡ Μελανθία πταίσασα, νὰ μὴ τῆς δώσῃς οὐδεμίαν τιμωρίαν, διότι ὁ νόμος μας κελεύει νὰ μὴ ἀποδώσωμεν κακὸν ἀντὶ κακοῦ, ἀλλὰ μάλιστα νὰ εὐεργετῶμεν τοὺς θλίβοντας· διὰ τοῦτο λοιπὸν σὲ παρακαλῶ, ἐὰν θέλῃς νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθειαν, νὰ μοῦ ὑποσχεθῇς αὐτὸ τὸ ὁποῖον σοῦ ζητῶ, καὶ τότε μόνον του τὸ πρᾶγμα θέλει μαρτυρήσει σαφῶς καὶ θὰ γνωρίσετε ὀφθαλμοφανῶς ἅπαντες τὴν ἀλήθειαν».
Τότε ὁ ἔπαρχος ὤμοσε λέγων· «Μὰ τὴν σωτηρίαν τῶν θεῶν καὶ τὴν δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειαν τῶν αὐτοκρατόρων μου, ὑπόσχομαι νὰ φυλάξω τὴν αἴτησιν». Στραφεῖσα τότε ἡ Εὐγενία πρὸς τὴν Μελανθίαν εἶπε πρὸς αὐτήν· «Ἐὰν, ὦ γύναι, λανθάνῃς τοὺς ἀνθρώπους, ἄραγε θὰ δυνηθῇς νὰ ψευσθῇς καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅστις κολάζει τὴν συκοφαντίαν καὶ φανερώνει τὴν ἀλήθειαν; δὲν σὲ τύπτει κἂν ἡ συνείδησίς σου νὰ κάμῃς τόσους φόνους διὰ τὴν κακήν σου ἐπιθυμίαν, νὰ ἀπολεσθοῦν οἱ ἀνεύθυνοι;». Ἡ δὲ Μελανθία δὲν μετενόησεν οὐδόλως, οὔτε τὴν θείαν δίκην ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ ἔφερε καί τινα δούλην της εἰς μαρτυρίαν, ἡ ὁποία ἐβεβαίωσεν ὅσα εἶπεν ἡ κυρία της. Ὁ δὲ ἔπαρχος διαταραχθείς, ὠνείδισε μεγάλως τὴν Εὐγενίαν, καὶ τῆς λέγει μετ’ ὀργῆς καὶ ὕβρεως· «Τί ἀποκρίνεσαι εἰς τοσαύτας κατηγορίας, ἀναίσχυντε;».
Βλέπουσα τότε ἡ Ἁγία ὅτι ὅλοι ἐπίστευον εἰς τοὺς λόγους τῆς Μελανθίας καὶ ἤθελον να θανατώσουν ἀδίκως τοσούτους δικαίους καὶ ἀνευθύνους Ἀσκητάς, ἔτι δὲ διαλογιζομένη καὶ τὴν μομφὴν ἥτις προσήπτετο εἰς τὸ ἅγιον Σχῆμα τῶν Μοναχῶν, εἶπε ταῦτα μεγαλοφώνως· «Καιρὸς εἶναι νὰ φανερωθῇ ἡ ἀλήθεια· ἐγὼ εἶχα πόθον, μάρτυς μου ὁ Θεός, νὰ ὑπομείνω τὸν πειρασμὸν τοῦτον ἕως τέλους καὶ νὰ μὴ ὁμολογήσω τὴν ἀλήθειαν διὰ νὰ λάβω τὸν στέφανον τῆς ὑπομονῆς ἀπὸ τὸν Δεσπότην Χριστὸν τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως· ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ καταισχυνθῇ τὸ ἅγιον Σχῆμα, θὰ ὁμολογήσω ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς γνωρίζει, εἰμή μόνον ὁ Κύριος.