Τότε ὁ ἔπαρχος, πρὶν μάθῃ ὁ βασιλεὺς τὴν ὑπόθεσιν, ἐπώλησεν ὅλα του τὰ πράγματα καὶ ἐμοίρασε τα χρήματα εἰς τοὺς πένητας, τοὺς δούλους του ἠλευθέρωσε, καὶ πάντα τὰ ἑαυτοῦ καλῶς ᾠκονόμησεν· εἶτα ἐπῆγεν εἰς τὴν τῶν Χριστιανῶν συνοδείαν, καὶ ἐδιδάσκετο τὸν λόγον τῆς Πίστεως. Τοῦτο μαθὼν ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάϊος (283-296), ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν ἀγαλλιώμενος, καὶ ἀσπασάμενος, τὸν ἔπαρχον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς συνηυφράνθη μετ’ αὐτῶν. Ἔπειτα γνωρίζων ὅτι ἡ φήμη αὕτη ἠκούσθη καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔμελλε νὰ ψηφίσωσιν ἄλλον ἔπαρχον, ὅστις θὰ τοὺς ἐθανάτωνε, τοὺς συνεβούλευσε νὰ διαμοιρασθῶσιν εἰς δύο τάγματα, τὸ μὲν ἕνα τάγμα νὰ μείνῃ ἐντὸς τῆς πόλεως, διὰ νὰ μαρτυρήσουν τὸ συντομώτερον, τὸ δὲ ἄλλο νὰ ὑπάγωσιν ἔξωθεν αὐτῆς διὰ νὰ φυλαχθῶσιν εἰς τόπον ἀπόκρυφον, ἵνα ἴσως διαφύγωσι τὸν κίνδυνον. Τότε ἐφιλονίκουν οἱ μακάριοι Σεβαστιανὸς καὶ Πολύκαρπος, θέλων ἕκαστος νὰ παραμείνῃ ἐντὸς τῆς πόλεως διὰ νὰ λάβῃ τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον. Ὁ δὲ Ἀρχιεπίσκοπος προσέταξε νὰ ὑπάγῃ ἔξω μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ὁ Πολύκαρπος, νὰ τοὺς ποιμαίνῃ ὡς Ἱερεύς, ὁ δὲ Σεβαστιανὸς νὰ μείνῃ ἐντὸς ὡς ἰσχυρὸς στρατιώτης, νὰ προθυμοποιῇ καὶ νὰ ἐνδυναμώνῃ τοὺς Μάρτυρας. Οὕτως ὑπήκουσαν, καὶ ἐξῆλθε τῆς πόλεως ὁ Πολύκαρπος με τοὺς ἡμίσεις Χριστιανοὺς καὶ τὸν πρῴην ἔπαρχον Χρωμάτιον.
Ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἐπάρχου Τιβούρτιος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα τοῦ Μαρτυρίου, παρεκάλει τον Γάϊον ὅπως τὸν συγχωρήσῃ νὰ μείνῃ ἐντὸς τῆς πόλεως, ἵνα λάβῃ, ταχέως διὰ τὸν Χριστὸν τὸν ποθούμενον θάνατον. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς τὴν θερμότητα τοῦ νέου, τοῦ ἐπέτρεψε, χειροτονήσας δὲ καὶ τοὺς Ἁγίους Μαρκελλῖνον καὶ Μάρκον Διακόνους, τὸν δὲ πατέρα αὐτῶν Τραγκυλῖνον Ἱερέα, καὶ ὁρίσας τὸν μακάριον Σεβαστιανὸν βοηθὸν καὶ ἔκδικον τῆς Ἐκκλησίας, ἔμεινε μετ᾽ αὐτῶν νουθετῶν καὶ διδάσκων ἅπαντας, νὰ εἶναι πρόθυμοι καὶ ἀνδρεῖοι εἰς τοὺς ἀγῶνας, μὴ δειλιῶντες τὸν θάνατον. Προσηύχοντο ὅθεν ἀδιαλείπτως οἱ Ἅγιοι, σχολάζοντες ἀπὸ πᾶσαν ὑπηρεσίαν σωματικὴν καὶ ὡπλίζοντο μόνον μὲ ἀγρυπνίας, νηστείας καὶ ἄλλας ἀρετὰς διὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι πρὸς τὴν ἄθλησιν. Ἤρχοντο δὲ καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι κρυφίως εἰς αὐτοὺς καὶ ἐθεραπεύοντο, καὶ ἕτερα θαυμάσια ἔκαμναν ἀναρίθμητα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα νὰ εἴπωμεν ἓν εἰς πίστωσιν καὶ τῶν ἄλλων.