Ὁ δὲ μακάριος Σεβαστιανὸς ταῦτα βλέπων ἐφοβήθη, μήπως καὶ νικηθῶσιν ἀπο τὴν χαυνότητα τῆς σαρκὸς καὶ προδώσωσι τὴν εὐσέβειαν· ὅθεν ἔκρινεν ἐπιβεβλημένον ἐκ τῆς ἀνάγκης ταύτης νὰ φανερωθῇ ποῖος ἦτο καὶ νὰ κηρύξῃ τὴν ἀλήθειαν, διὰ νὰ στερεώσῃ τοὺς Μάρτυρας. Ὅθεν εἶπε ταῦτα πρὸς τοὺς συγγενεῖς αὐτῶν καὶ ὁμαίμονας· «Ὦ ἄνθρωποι, ἐὰν ἦτο μόνον ὁ βίος οὗτος καὶ ἡ ζωή μας αἰώνιος, τὸ πρέπον ἦτο νὰ ἐμποδίζετε τοὺς συγγενεῖς σας ἀπὸ τὸν θάνατον· ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἀφανίζεται καὶ ὡς ὄνειρον παρέρχεται, μᾶς ἀναμένει δὲ ἄλλη ζωὴ μετὰ θάνατον ἀτελεύτητος καὶ πανευφρόσυνος, διατί νὰ ἐμποδίζετε τοὺς γενναίους ἀγωνιστὰς καὶ νὰ γίνετε αἴτιοι τοσαύτης ζημίας εἰς αὐτούς; Ὅστις βασανισθῇ διὰ τὸν Χριστόν, κληρονομεῖ τὴν οὐράνιον Βασιλείαν καὶ ὅποιος τὸν ἀρνηθῇ, ὑπάγει εἰς κόλασιν αἰώνιον. Ναί, ἀψευδέστατα, τοῦτο εἶναι τῆς Πίστεως ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ ἐγὼ περὶ τούτου σᾶς ἐγγυῶμαι, διότι κατ’ ἀλήθειαν αὐτὸ μᾶς πείθει νὰ καταφρονῶμεν τὰ γήϊνα, τὸ ὅτι δηλαδὴ πορευόμεθα εἰς ἄλλην ζωὴν αἰώνιον, εἰς τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ λάβῃ ἕκαστος τὰς ἀμοιβὰς τῶν καμάτων του. Εἰς τὸν τόπον αὐτὸν ὑπάγουσι καὶ οὗτοι οἱ μακάριοι νὰ ἀγάλλωνται μὲ τὸν Χριστὸν πάντοτε καὶ τότε ἐνθυμούμενοι τοὺς γονεῖς, τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, θὰ πρεσβεύουσιν εἰς τὸν Θεὸν διὰ σᾶς, νὰ σᾶς δώσῃ πᾶν ἀγαθὸν καὶ πᾶσαν μακαριότητα. Λοιπὸν παύσατε τὰ δάκρυα διὰ νὰ μὴ σμικρύνετε τὴν προθυμίαν αὐτῶν καὶ μὴ νομίσητε ὅτι θὰ λείψωσιν ἀπὸ σᾶς, ἐὰν καὶ πρὸς ὥρας τελειωθῶσιν. Ὄχι κατὰ ἀλήθειαν, ἀλλὰ μάλιστα θέλουν εἶναι φύλακες καὶ σωτῆρές σας εἰς τὴν ζωὴν ταύτην ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ θὰ παραστέκωσιν ἀοράτως, διὰ νὰ σᾶς φυλάττωσι, καὶ πάλιν ὅταν τελειώσῃ ὁ βίος σας, νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν εἰς ἐκείνας τὰς αἰωνίους μονάς, νὰ γίνητε κοινωνοὶ τῆς εὐφροσύνης καὶ τερπνότητος αὐτῶν».
Ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ Ἅγιος πρὸς τοὺς συγγενεῖς τῶν Μαρτύρων· ἔπειτα λέγει πρὸς ἐκείνους· «Βλέπετε, στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ γενναῖοι, τὰ σοφίσματα τοῦ πονηροῦ, πῶς πάσχει νὰ ἐμποδίσῃ τὴν σωτηρίαν σας; ἐκεῖνο ὅπερ δὲν ἠδυνήθη νὰ σᾶς κάμῃ μὲ τόσας βασάνους καὶ παιδευτήρια, τὰ ὁποῖα σᾶς ἔδωσαν οἱ ἐχθροί σας, δοκιμάζει νὰ ἐπιτύχῃ μὲ τὰ δάκρυα τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων σας· ἀλλὰ σεῖς ὡς γνωστικοὶ ἐννοήσατε τὰς πανουργίας αὐτοῦ καὶ γνωρίσατε, ὅτι μὲ κάθε τρόπον καὶ μηχανὴν σᾶς ἐπιβουλεύεται ὁ ἀλιτήριος καὶ μάλιστα τώρα, βλέπων ὅτι ἐφθάσατε εἰς τὸ τέλος τῶν ἀγώνων, μὴ ὑποφέρων τὴν αἰσχύνην, διότι ἐνικήθη, σπουδάζει νὰ σᾶς κάμῃ νὰ ἀπολέσετε τὸν μισθὸν τοῦ κόπου σας, ἀφοῦ ὑπεμείνατε τόσους ξεσχισμοὺς καὶ μάστιγας καὶ νὰ στερηθῆτε τὸν Ποιητὴν καὶ Σωτῆρά σας.