Οὗτος ὁ πανσέβαστος Σεβαστιανὸς ἦτο ἄνθρωπος περιφανὴς καὶ περίβλεπτος εἰς τὴν μεγαλόπολιν τῶν Μεδιολάνων καὶ εἰς τόσην εὐλάβειαν τὸν εἶχον οἱ τύραννοι, ὥστε τὸν εἶχον φίλον πιστότατον. Διὰ δὲ τὴν εὐταξίαν αὐτοῦ, καὶ διότι ἦτο ἀπὸ αἷμα εὐγενικὸν καὶ ἔκλαμπρον, τὸν ἐψήφισεν ὁ Διοκλητιανὸς προεστῶτα παντὸς τοῦ στρατιωτικοῦ καταλόγου, ἤτοι στρατηγόν. Ὑπηρέτει λοιπὸν τὸ ὀφφίκιόν του προθύμως, Χριστιανὸς ὢν κρυφίως, εἰς δὲ τὸ φαινόμενον ἐδεικνύετο εἰδωλολάτρης, οὐχὶ διὰ φόβον τινὰ τῶν ἐπαπειλουμένων κολαστηρίων, ἀλλὰ διὰ νὰ βοηθῇ τοὺς Ἁγίους, ἀσεβὴς αὐτὸς νομιζόμενος, νὰ τοὺς ἐνθαρρύνῃ εἰς τὸ Μαρτύριον, καὶ νὰ ἑλκύῃ πολλοὺς πρὸς εὐσέβειαν, ἐπὶ ὅσον καιρὸν θὰ ἠδύνατο νὰ καλύπτῃ τὴν τοιαύτην ὑπόκρισιν· ἔπειτα δέ, ἀφοῦ γίνῃ γνωστὸν ὅτι εἶναι Χριστιανός, νὰ παρρησιασθῇ εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ νὰ λάβῃ τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον. Πολλάκις λοιπὸν ἐπήγαινεν εἰς τὰ δεσμωτήρια, εἰς τὰ ὁποῖα ἦσαν φυλακισμένοι Χριστιανοὶ καὶ τοὺς ἐνουθέτει καὶ τοὺς παρεκίνει μὲ λόγια πάνσοφα νὰ φυλάττωνται ἀκριβῶς καὶ νὰ μὴ δειλιῶσι τὰ προσωρινὰ κολαστήρια, ἀλλὰ νὰ καταφρονήσουν πάντα τὰ ἡδέα τῆς σαρκὸς ὡς ψυχοβλαβῆ καὶ φθειρόμενα, διὰ νὰ ἀπολαύσωσι μετὰ θάνατον τὰ ἀθάνατα καὶ αἰώνια.
Πολλοὺς ὅθεν ἐκ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐστερέωσεν ὁ Σεβαστιανὸς μὲ τοὺς λόγους του, οἵτινες ἐκινδύνευον νὰ στερηθοῦν τῶν στεφάνων τῆς νίκης δι’ ἀγάπην τῶν φίλων καὶ συγγενῶν ἢ ἐκ τοῦ φόβου τῶν ποικίλων τιμωριῶν καὶ τοὺς ἔκαμε νὰ μὴ δειλιάσωσιν, ἀλλὰ νὰ χύσουν διὰ τὸν Δεσπότην Χριστὸν τὸ αἷμά των καὶ ἐξόχως δύο περιφήμους ἀδελφούς, οἵτινες ἦσαν ἀπὸ τοὺς πρώτους τῆς Ρώμης, Μαρκελλῖνος καὶ Μάρκος καλούμενοι, πατρὸς μὲν Τραγκυλίνου, μητρὸς δὲ Μαρκίας ὀνόματι, οἱ ὁποῖοι, καθὼς ἦσαν ἀδελφοὶ κατὰ τὴν σάρκα, οὕτω καὶ εἰς τὴν εὐσέβειαν εἶχον γνώμην στερεὰν καὶ ἀνίκητον. Τούτους ἐβασάνισε διαφόρως ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως Χρωμάτιος μὲ κολαστήρια πάνδεινα καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ τοὺς νικήσῃ οὔτε μὲ ἀπειλὰς τιμωριῶν, οὔτε μὲ δῶρα καὶ κολακείας· ὅθεν κατεδίκασεν αὐτοὺς εἰς θάνατον ὁ ἀσύνετος καὶ προσέταξε νὰ θανατωθοῦν ἐντὸς τριάκοντα ἡμερῶν, νὰ δημευθῇ δὲ ὁλόκληρος ἡ περιουσία των καὶ νὰ μὴ λάβουν ἐξ αὐτῆς οἱ συγγενεῖς των τίποτε ἀπολύτως, προσέταξε μάλιστα τούτους νὰ πηγαίνουν καθ’ ἑκάστην εἰς τὴν φυλακὴν προσπαθοῦντες νὰ τοὺς διαστρέψουν ἀπὸ τὴν γνώμην των μὲ λόγια παραπονετικὰ καὶ δάκρυα. Ταύτην δὲ τὴν διορίαν ἔδωκεν ὁ πονηρὸς ἔπαρχος, διὰ νὰ δελεασθῶσιν ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν γυναικῶν καὶ τῶν τέκνων των καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσέβειαν.